Μέρες ολόκληρες ήμουν σκυθρωπός και σκεπτικός. Το αφεντικό μου με πρόσεξε. Με πλησίασε. Μου λέει, λοιπόν:
– Γιατί είσαι έτσι; Τί σου συμβαίνει;
Ε, κι εγώ τότε αναγκάστηκα να πω ένα ψέμα. Είπα ότι έμαθα από κάποιο χωριανό μου, όταν είχα κατέβει κάτω από το μπακάλικο να πάω να πάρω διάφορα τρόφιμα, ότι η μητέρα μου είναι άρρωστη και θα ήθελα να πάω να την δω. Εκείνος το πίστεψε και μου έδωσε χρήματα για το εισητήριο, να πάω στη μητέρα μου. Μου έδωσε και τρόφιμα να της πάω και με συμπόνια και με κατευόδωσε ως έξω.
Έτρεξα στο καράβι. Ξεκίνησα για το Άγιον Όρος! Άρχισε να πραγματοποιείται το όνειρό μου. Το καράβι θα περνούσε από τη Χαλκίδα, το Βόλο και μετά από Θεσσαλονίκη. Όταν όμως επροχώρησε λίγο, μέσα μου μ’ έπιασε μια στενοχώρια. Ήθελα να φθάσω στον προορισμό μου, αλλά φοβόμουνα και λυπόμουνα τους γονείς μου, που μη ξέροντας που είμαι, θα αγωνιούσαν. Δεν άντεξα και, όταν το καράβι έφθασε στη Λίμνη Ευβοίας, κατέβηκα κι εγύρισα πίσω με άλλο καράβι στον Πειραιά.
Εκεί επήγα στα αφεντικά μου και τους είπα ότι έγινε καλά η μητέρα μου. Έτσι συνέχισα τη δουλειά, όπως πρώτα. Αλλά όχι ακριβώς όπως πρώτα. Ήμουν σκεπτικός, προσευχόμουνα συνέχεια, έτρωγα λίγο, έκανα μετάνοιες. Αλλά όμως απ’ τη ζωή αυτή αδυνάτισα, άλλαξα.
– Τί έχεις, Άγγελε, με ρωτούσαν, τί έχεις; Σε βλέπουμε που είσαι σκεπτικός κι αδυνάτισες πολύ, παιδί μου. Εμείς σ’ αγαπάμε και σε θέλουμε να είσαι εδώ, αλλά μήπως θέλεις να πάεις στους γονείς σου;
– Ναι, τους λέω, θέλω να πάω.
– Πήγαινε, αν θέλεις, να τους δεις κι όταν έλθεις, βρες να μας φέρεις και κανένα καλό παιδί σαν εσένα για το μαγαζί. Έτσι μου έδωσαν πάλι χρήματα, τρόφιμα, γλυκά, κάτι μπουκάλες με λικέρ πίπερμαν κι άλλα διάφορα και μ’ έφερε τ’ αφεντικό μου στο καράβι και μου έβγαλε εισητήριο για τη Χαλκίδα.
ήταν ένα καράβι που έφευγε για Χαλκίδα, Αιδηψό, Βόλο, Θεσσαλονίκη, Άγιον Όρος, Δάφνη. Αυτό το καράβι λεφόταν “Αθήναι”. Μπήκα μέσα. Το καράβι έφευγε. Ήταν νύκτα, όταν ξεκινήσαμε. Ταξιδεύαμε όλη τη νύκτα. Κάποια ώρα φθάσαμε στη Χαλκίδα. Όταν το καράβι σταμάτησε, οι ναύτες φωνάζανε:
– Ποιός για Χαλκίδα; Ποιός για Χαλκίδα;
Εγώ μιλιά, δεν έλεγα τίποτα. Είχα ριζώσει σε μια γωνιά και δε μιλούσα. Το καράβι έφυγε απ’ τη Χαλκίδα. Όταν, όμως, εφθάσαμε στην Αιδηψό, οι ναύτες με βρήκανε, γιατί εξετάζανε εκεί τα εισητήρια.
– Γιατί δεν εβγήκες στη Χαλκίδα; μου λένε.
– Κοιμόμουνα, απάντησα.
– Τώρα τί θα γίνει; με ρωτάνε. Πρέπει να πληρώσεις.
– Α, λίγα λεφτά έχω, τους λέω.
– Καλά, μου απαντάνε.
Με τραβήξενα έτσι χωρίς λεφτά. Τότε τα λεφτά ήταν πεντάρες, δεκάρες. Καμμιά δραχμή θα είχα όλα όλα εκεί πέρα.
Όταν εβγήκαμε στο Βόλο, μ’ έπιασε μεγάλη μελαγχολία. Έκλαιγα, έκλαιγα πολύ. Σκεπτόμουν ότι θα έφευγα για πάντα από τον κόσμο κι οι γονείς μου θα με χάνανε κι ότι θα στενοχωριόντουσαν. Σκεπτόμουν τ’ αδέλφια μου. Κάτι μ’ έπνιγε στο λαιμό, ήθελα να γυρίσω πίσω. Στο Βόλο έμεινε μερικές ώρεςτο καράβι κι εβγήκαμε έξω. Σφύριξε και κίνησε για Θεσσαλονίκη. Εγώ έμεινα έξω, με σκοπό να γυρίσω πίσω. Τη νύκτα την επέρασα σ’ ένα βουνό. Έκλαιγα και προσευχόμουνα.
Την άλλη μέρα βρήκα το καράβι που επήγαινε στην ίδια γραμμή για Θεσσαλονίκη. Μπήκα μέσα. Αλλά τα χρήματά μου ειχαν τελειώσει και γι’ αυτό χωρίς εισητήριο κρυβόμουνα στην πρύμνη, για να μη με κατεβάσουν. Σε κάποια στιγμή μού ζήτησαν οι ναύτες εισητήριο. Δεν είχα και με μάλωσαν.
Καθόμουνα σ’ ένα πάγκο απ’ το αριστερό μέρος τού καραβιού κι εκοίταζα το πέλαγος. Έλεγα έναν ειρμό που με είχε μάθει ο πατέρας μου, που ήταν ψάλτης, και το έλεγε: “Τοῦ βίου τήν θάλασσαν ὑψουμένην καθορῶν τῶν πειρασμῶν τᾤ κλύδωνι, τᾤ εὐδίῳ λιμένι Σου προσδραμών, βοῶ Σου· ἀνάγαγε ἐκ φθορᾶς τήν ζωήν μου, Πολυέλεε”.
Έλεγα: “Θεέ μου, η ζωή είναι μια θάλασσα φουρτουνιασμένη και Σου ζητάω, όπως είμαι κι εγώ ταξιδιώτης αυτής της φουρτουνιασμένης θαλάσσης, να οικονομήσει η θεία Σου πρόνοια να πάω σ’ ένα λιμάνι, να ησυχάσει η ψυχή μου εκεί, στο λιμάνι που θα είσαι Εσύ, η ειρήνη”. Και τα έλεγα αυτά, μάλλον τα έψαλλα σιγανά, κι έκλαιγα, διότι το αίσθημά μου ήταν βαθύ, που άφηνα τον κόσμο, δηλαδή άφηνα τους γονείς μου. Δεν με πείραζε για τον κόσμο, δεν είχα έγνοια εγώ για τον κόσμο. Μόνο για τους γονείς· ήμουνα μικρός και μόνο τους γονείς θυμόμουνα και λυπόμουνα που τους άφηνα.
Έφθασε μεσημέρι κι ετρώγανε στο κατάστρωμα· κείνη την εποχή έτσι γινότανε. Είχανε καθίσει οικογένειες οικογένειες. Απένταντί μου ήταν μια γυναίκα με τον άδρα της και τα τρία τους παιδιά. Εγώ ήμουνα εκεί κι εκοίταζα τη θάλασσα. Σε μια στιγμή έρχεταιμία κυρία – επειδή είχαν έλθει οι ναύτες και μου είχαν ζητήσει εισητήριο και δεν είχα, είδανε ότι είμαι φτωχό παιδί – με τραβάει απ’ τον ώμο και μου δίνει ένα κομμάτι ψωμί και πάνω σ’ αυτό είχε τρία μάτσα μαρίδες. Παλιά στο τηγάνι ψήνανε τις μαρίδες τρεις τρεις ενωμένες με σκουπόχορτο, που το περνούσαν από τα τα ματάκια τους, τις αλευρώνανε και τις τηγανίζανε. Δεν ξέρω αν εσείς το κάνετε.
Της λέω:
– Ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ!
Κάποιες άλλες κυρίες, που ήταν δίπλα, τής λένε:
– Μπράβο, πολύ καλά! Πώς το σκέφθηεκες; Εμείς δεν το σκεφθήκαμε.
Εκείνη, όμως, γυρίζει και τους λέει:
– Τέτοια παιδιά, αλητόπαιδα, δεν πρέπει να τα κοιτάζει κανείς, ούτε να τους προσφέρει τίποτα, αλλά τί να κάνουμε; Είμαστε κι άνθρωποι.
Εγώ ο καημενούλης, όταν άκουσα τη λέξη “αλητόπαιδα”, μες στην ψυχούλα μου εχάρηκα, διότι σκέφθηκα ότι όντως αλητόπιαδο είμαι. Έγινα αλήτης της αγάπης του Χριστού. Κι έλεγα:
– Χριστέ μου, σώσε με, οδήγησέ με!
Εφθάσαμε κάποια ώρα στη Θεσσαλονίκη. Βγήκαμε απ’ το καράβι. Δεν ήξερα που να πάω. Πήγα στον Άγιο Δημήτριο, προσκύνησα. Γονάτισα κι έκλαιγα και τον παρακαλούσα τον Άγιο να με βοηθήσει να πάω να γίνω ερημίτης· αυτό ήτανε το όνειρό μου. Μετά πήγα ψηλά, σ’ ένα λόφο, κι έφθασα ‘ ένα εκκλησάκι, σ’ ένα ξωκλήσι. Ήταν κλειστό. Έξω, όμως, είχε ένα παγκάκι. Εκεί έμεινα όλη τη νύκτα. Έκλαιγα πολύ, ήθελα πάλι να γυρίσω στο σπίτι, στους γονείς μου. Ήταν πειρασμός για μένα αυτό. Τρεια φορές εγύρισα πίσω. Εκεί που έκλαιγα, έλεγα και λόγια της παρακλήσεως τής Παναγίας μας, που με είχε μα΄θει ο πατέρας μου. Συνέχεια επαναλάμβανα: “Μή μοῦ παρίδῃς τήν δέησιν, τό συμφέρον ποίησον…”. Το έλεγα συνέχεια κι έκλαιγα. Έτσι με πήρε ο ύπνος.
Εξέχασα να σας πω ότι τα δώρα που μου έδωσαν τα αφεντικά μου, για να πάω στο σπίτι μου τάχα, τα μοίρασα σε κάτι φαντάρους μες στο καράβι. Μοίρασα τις σοκολάτες, μοίρασα τα μπουκάλια που είχανε τριαντάφυλλο και πίπερμαν κι έτσι τα ξεφορτώθηκα. Εκείνοι απορόυσανε πως τους τα έδωσα – μικρούλης ήμουνα. Τα πήρανε όμως.
Λοιπόν, όπως σας είπα, με πήρε ο ύπνος έξω από το ξωκλησσάκι. Εξύπνησα το πρωί, κατέβηκα στη θάλασσα, επήρα το καράβι – δεν άντεξα στον πειρασμό – κι εγύρισα πάλι στον Πειραιά. Τί να σας πω, μεγάλη ιστορία!