Υπάρχουν, έλεγε ο Γέροντας, μοναχοί που ζητούν συγνώμη, εξομολογούνται και μέσα τους υπάρχει πάθος ενάντια στον άλλον.
Δεν έρχεται έτσι η χάρις του Θεού.
Εγώ είχα εδώ έναν μάστορα, γείτονα, και έκανε διάφορες δουλειές και πληρωνόταν.
Δεν ξέρω πως έγινε και άρχισε να με βρίζει σε όλους, και εδώ μέσα και έξω.
Τί να κάνω; έλεγα. Πώς να το βοηθήσω;
Μια μέρα πήγα σπίτι του επίσκεψη. Μόλις με είδε τά ‘χασε, μαζεύτηκε, κιτρίνισε. Νόμισε ότι πήγα να τον μαλώσω.
Εγώ άρχισα να του λέω για τα δένδρα του, να επαινώ τους άφθονους καρπούς τους. Μιλήσαμε περί φιλοξενίας… Αυτό ήταν. Θερμάνθηκε η καρδιά του. Από τότε δεν έλειψε από εδώ, και τρέχει σε όλες τις δουλειές.
Σε τέτοιες περιπτώσεις χρειάζεται ένας καλός τρόπος.
[Αγαπίου Μοναχού, Η θεϊκή φλόγα που άναψε στην καρδιά μου ο Γέρων Πορφύριος, Αθήναι 2000, σελ. 54]