Μου έκανε εξαιρετική εντύπωση το γεγονός, ότι ο Γέροντας αφιέρωνε το χρόνο του, ή για να προσεύχεται αποκλειστικά ή για να εργάζεται προσευχόμενος. Τον έβλεπα να μου μιλά, να τηλεφωνεί, να τρώει, να πίνει νερό, να ανάβει τη σόμπα, να εκτελεί όλες τις εργασίες του, και καταλάβαινα ότι παράλληλα προσευχόταν. Αυτό που δίδασκε στους άλλους για την προσευχή, το εφήρμοζε πρώτα ο ίδιος.
Μου έλεγε μια μέρα:
“Υπάρχει κάπου η ηλεκτρική γεννήτρια, υπάρχει και στο δωμάτιο αυτό η λάμπα. Αν όμως δε γυρίσουμε το διακόπτη, θα μείνουμε στο σκοτάδι.
Υπάρχει ο Χριστός, υπάρχει και η ψυχή μας. Αν όμως δε γυρίσουμε το διακόπτη, δε θα δει η ψυχή μας το φως του Χριστού και θα μείνει στο σκοτάδι του διαβόλου”.
Ήταν ολοφάνερο ότι η ψυχή του Γέροντα καταυγαζόταν από το φως του Χριστού μέρα και νύχτα, γιατί η προσευχή του διατηρούσε σε συνεχή πνευματική επαφή τη γεννήτρια με τη λάμπα.
[Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στο Γέροντα Πορφύριο, Αθήναι 1995, σελ. 66]