Απ’ το μεγάλο μου ζήλο, όμως, μερικές φορές ξέφευγα. Ο ζήλος με οδηγούσε σε υπερβολές. Έκανα και ασκήσεις χωρίς ευλογία. Αλλά αυτό είναι εγωισμός. Να σας δώσω ένα παράδειγμα. Ακούστε με.
Οι Γέροντες μου λείπανε όλη την ημέρα σε δουλειές και μ’ άφηναν μόνο μου στο κελλί. Εγώ έκανα εργόχειρο. Το εργόχειρό μας ήταν, όπως σας είπα, τα ξύλινα σκαλιστά. Εμένα δεν μου την είχαν δείξει ακόμη τη δουλειά ολόκληρη. Φοβόντουσαν μήπως φύγω.
Μια μέρα, λοιπόν, παίρνω ένα ωραίο άσπρο ξύλο και πέρασα πάνω σ’ αυτό ένα σχέδιο. Έφτιαξα ένα κοτσυφάκι πολύ ωραίο, με κίνηση και με τα φτερά του πίσω να τσιμπάει ένα σταφύλι. Το σταφύλι κρεμόταν επό ένα κλαδί κληματαριάς, που είχε και δυό – τρία φύλλα. Από κάτω ο κότσυφας είχε κολλήσει το ράμφος του. Έγινε πολύ ωραίο. Το είχα περάσει και με γυαλόχαρτο. Όταν οι Γέροντές μου επ΄στρεψαν, πήγα να βάλω μετάνοια. Το παίρνω μαζί μου και λέω στον παπά – Ιωαννίκιο:
– Κοίτα τι έφτιαξα!
Μόλις το είδε, γούρλωσε τα μάτια κι έβαλε τις φωνές:
– Ποιός σου είπε να το φτιάξεις, ρώτησες κανέναν;
Το αρπάζει, το πετάει κάτω, το κάνει χίλια κομμάτια, που λέει ο λόγος.
– Να πάεις γρήγορα να το πεις στον Γέροντα, μου λέγει.
Εγώ πολύ στενοχωρήθηκα και ζήτησα συγγνώμη. Δεν το ήξερα και τους στενοχώρησα.
– Γιατί κάνεις πράγματα και δεν ρωτάεις; Πήγαινε γρήγορα στον Γέροντα, δείξε τα κομμάται κι εξομολογήσου.
Πήγα αμέσως στον Γέροντα, του έδειξα τα κομμάτια και μου λέει:
– Παιδί μου, δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό. Χωρίς ευλογία δεν γίνεται τίποτα. Έτσι μπορεί να πλανηθείς και να χάσεις την χάρι του Θεού.
Έβαλα μετάνοια, ζήτησα συγγνώμη με απλότητα και απάθεια. Όχι μόνο δεν με πείραξε το μάλωμα, αλλά μέσα μου έλεγα: “Οι Γέροντές μου έπρεπε να μου φερθούνε πιο αυστηρά, να με τιμωρήσουν”.
– Βλέπεις εκεί πάνω στο ράφι ψηλά αυτό το βιβλίο; Δεν θα το πειράξεις. Δεν κάνει, είσαι μικρός. Πιο πέρα, που θα γίνεις καλός, πιο ταπεινός, θα το διαβάσεις.
Αυτό για μένα ήταν νόμος. Καθόλου δεν κοίταζα προς τα ‘κεί. Αλλά μια μέρα που έφυγαν οι Γέροντες για την Κερασιά, μου ήλθε περίεργα. Επήγα και στάθηκα εκεί απέναντι και το κοίταζα. Ήταν ψηλά. Εγώ μικρός, δεν το έφθανα, και τό ‘φερα, λοιπόν, γύρω, τό ‘φερα γύρω.. “Ε, λέω μέσα μου, τουλάχιστον να δω τι λέει”. Λοιπόν, έβαλα ένα σκαμνί, ανέβηκα πάνω, το έφθασα, το κατέβασα. Τί κρίμα! Τα γράμματα ήταν όλα μπερδεμένα, σαν ξένη γλώσσα. Ήταν με το χέρι γραμμένα. Με το χέρι. Μεγάλο βιβλίο, πολύ μεγάλο βιβλίο, χοντρό. Δεν μπορούσα να καταλάβω εκείνο το “διά”, το “γαρ” κ.λ.π., μετά τα έμαθα. Αλλά και κάτι γράμματα… Κάτι σίγμα, κάτι… πω, πω, πω! Πώς να σας το πω πως ήταν! Ήταν χειρόγραφα. Ήταν το βιβλίο του Αγίου ΣΥμεών του Νέου Θεολόγου. Αλλά πολύ μεγάλο βιβλίο και χοντρά τα φύλλα. Πω πω πω! Πήγαινε πολλά κιλά. Λοιπόν, έλα τώρα να το διαβάσω! Δεν μπορούσα. Το έβαλα πάλι πάνω.
Αλλά μετά απ’ αυτό μ’ έπιασε στενοχώρια, ταραχή, λύπη. Ούτε δουλειά, ούτε προσευχή. Τίποτα. Άλλες φορές, όταν λείπανε οι Γέροντές μου, πήγαινα μες στην εκκλησία, κατανυγόμουνα κι είχα κι ωραία φωνή, γι’ αυτό και έψαλλα. Έλεγα τα τροπάρια, μοιρολογούσα τρόπον τινά. Ήταν κατανυκτικά και μου άρεσαν και συγκινιόμουνα. Δεν επήγα, όμως, στην εκκλησία αυτή τη φορά μετά την παρακοή. Εβγήκα έξω, εκάθισα στο πεζούλι και στενοχωρημένος αντίκριζα το Αιγαίον Πέλαγος. Εκάθισα κι εκοίταζα τη θάλασσα. Δεν ήθελα να πω ούτε το “Κύριε Ιησού Χριστέ”. Ωχ, με καταλάβατε; Κατήφεια μεγάλη. Πάει, λοιπόν, δεν επήγα στην εκκλησία, δεν έλεγα το “Κύριε Ιησού Χριστέ”. Μ’ έπιασε μελαγχολία. Ε, είχα πίστη στον Θεό, αλλά δεν ήθελα να παραβώ και την εντολή των Γερόντων. Τον Θεό Τον αισθανόμουνα, αλλά δεν ήθελα να στενοχωρήσω κι άνθρωπο. Δεν ήθελα να γίνω αιτία να λυπηθεί κανείς. Τί να κάνω… Ωχ!
Έτσι το βραδάκι ήλθαν οι Γέροντες. Τί να κάνω ο καημένος; Είπα να τους το πω. Δεν μπόρεσα. Στην εκκλησία πήγα, έπειδη έπρεπε να πάω με τους Γέροντες. Διαβάσαμε εσπερινό, διαβάσαμε απόδειπνο. Δεν το είπα. Επήγα πάνω στο κελλί, στην “κάβια” – έτσι λέγανε τα δωμάτια. Δεν έκανα μετάνοιες ούτε κανόνα, δεν έκανα κομποσχοίνι. Ξαπλώθηκα κι έβλεπα πως θα είμαι, όταν πεθάνω, μες στην κάσα. Ε, και στενοχωρέθηκα. Και πάλι το πρωί χτύπησε το κουδουνάκι. Κατεβήκαμε, διάβασα εκεί, τελειώσαμε τον όρθρο. Ε, είπαμε το “δι’ εὐχῶν”. Εβγήκαμε έξω. Φύγαμε απ’ την εκκλησία, για να πάμε στην τραπεζαρία. Κι εγώ δεν άντεξα περισσότερο. Τράβηξα λίγο απ’ το μανίκι τον Γέροντά μου, τον εξομολόγο, και του λέω:
– Σε θέλω λίγο, Γέροντα.
Κι αμέσως εκείνος εγύρισε πίσω κι επήγαμε πάλι στην εκκλησία και του το είπα.
– Είμαι στενοχωρημένος, του λέω. Έκανα παρακοή. Μου είχες πει να μην αγγίξω το βιβλίο κι εγώ το είδα κι από τη στιγμή δεν μπορώ να βρω ησυχία. Ούτε “Κύριε Ιησού Χριστέ”, ούτε κανόνα, ούτε προσευχή, ούτε μετάνοιες.
– Ε, μου λέει, παιδί μου, δεν σσου είπα; Γιατί το έκανες αυτό;
– Γέροντα, συγχώρα με, μ’ έβαλε ο πειρασμός και πάρα πολύ στενοχωρήθηκα. Συγχώρα με και με την ευχή σου στο εξής θα προσέχω να μη σου κάνω παρακοή.
Και μου διάβασε ευχή. Ωπ! Και ξέρετε; Μού ‘φυγαν όλα! Είχα ένα καλό· μόλις εξομολογιόμουνα στον Γέροντά μου – δόξα Σοι ο Θεός! – μού περνούσαν όλα αμέσως. Κάθε φορά που εξομολογιόμουνα, νου ερχόταν μία μεγάλη χαρά κι έδινα πολύ τον εαυτό μου σε προσευχή. Πίστευα ότι τα είπα στον Θεό. Ότι πάλι είμαι με τον Θεό. Ε, πόσο δυνατό το είχα αυτό το πράγμα μέσα μου! Δεν το φαντάζεσθε! Και βλέπω τώρα κάποιους να λένε: “Πρόσεξε μην το μάθει ο Γέροντας!”. Καταλάβατε… Ενώ σ’ εμάς μέχρι τα μύχια της καρδιάς μας ήταν ο Γέροντας.
Τους αγαπούσα πολύ τους Γέροντες, αν και εκείνη την εποχή όλοι οι δόκιμοι κι οι υποτακτικοί αγαπούσαν τούς Γέροντές τους. Έπειτα από τον Θεό ήταν η γνώμη τού Γέροντα. Άμα έκανες κάτι αντίθετο, παρακοή, δεν έπρεπε ούτε να μεταλάβεις, ούτε, ούτε…
[Βίος και Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σελ. 68]