Κάποια μέρα με στείλανε οι Γέροντές μου να φέρω χώμα στη σκήτη. Όταν έκανα πέρα, προς τον Άγιο Νήφωνα, όπως συνήθιζα, έλεγα με το μυαλό μου το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο και κοίταζα το Αιγαίον Πέλαγος, που απλωνότανε χωρίς ορίζοντα.
Στάθηκα για μια στιγμή σ’ ένα βράχο, μύριζα το θυμάρι κι έτσι, όπως ήμουν ενθουσιασμένος απ’ τη φύση, άρχισα να φωνάζω. Άπλωσα μάλιστα και το χέρι μου κι έκανα κήρυγμα. Να, αλήθεια σας λέγω! Άπλωσα πάνω στο βράχο το χέρι μου κι άφησα κάτω το τσουβάλι που θα γέμιζα με χώμα. Άρχισα, λοιπόν, με φωνή δυνατή και με νόημα:
“Αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις ὅτι τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς· ἦν γὰρ πονηρὰ αὐτῶν τὰ ἔργα· πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ…”.
Το είπα μέχρι το τέλος. Πού το είπα το κήρυγμα αυτό; Στο κενό, στη θάλασσα. σ’ όλο τον κόσμο. Χωρίς κανείς να ακούει, το είπα μες την ερημιά.
Ε, τί να σας πως Σας λέγω αυτά που αγάπησα και θυμάμαι ζωντανά!
[Βίος και Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σελ. 62]