Μου είπε ο Γέροντας:
– Όταν ήμουν νεότερος, παρεκάλεσα τον Θεό να μου στείλει την αρρώστια τού καρκίνου για να πονώ για την αγάπη Του.
Ένα χειμώνα μ’ έστειλαν οι Γέροντες για σαλιγκάρια. Τέσσερις ώρες μέσα στο χιονιά μάζευα. Στην πλάτη είχα το βρεγμένο σακούλι, σαν πάγος. Αρρώστησα από πλευρίτιδα. Δεν είχαμε καλό φαΐ, ούτε φάρμακα. Έγινα πετσί και κόκκαλο. Τους λέω, θα πεθάνω. Ήλθε ο αδελφός μου από μακριά. Μου έβαλε εκδόριον. Ξέρεις τι είναι το εκδόριον;
– Όχι, δεν ξέρω.
– Ένα τετράγωνο κομμάτι δέρμα, το κολλάνε στην πλάτη εκεί που έχει το υγρό. Μαζεύει όλο το υγρό τής πλευρίτιδας. Σαν μία φουσκάλα φούσκωσε.
Μετά μία εβδομάδα το έκοψαν με το ψαλίδι γύρω – γύρω, μαζί με το δέρμα. Τρομερός πόνος… Κι εγώ απ’ τον πόνο έψαλλα: “Ἀπό τῶν πολλῶν μου ἀμαρτιῶν…”.
Μετά κόλλησαν στην πληγή ένα τσιρότο από κερί και άλλες ουσίες. Αυτό μάζευε το πύον και έκαναν αλλαγές. Κάθε αλλαγή, καινούριοι πόνοι.
Επειδή είχα ανάγκη φαγητού, με έστειλαν ένα μήνα στην Αθήνα. Συνερχόμουνα και αμέσως επέστρεφα. Ξανά αρρώστησα. Με έστειλαν δύο μήνες, τα ίδια. Αμέσως ξαναγύρισα, και ξαναρρώστησα. Τελικά, μετά από σύσκεψη, αποφάσισαν να με διώξουν οριστικά. Με δάκρυα πολλά τούς αποχαιρέτησα. Ο παραδελφός μου με συνόδευχε ως το πλοίο. Κλαίγαμε και οι δύο.
– Παπά μου, μην κλαις, του έλεγα, θα ξαναέλθω.
– Παιδί μου, μην κλαις, μου έλεγε, θα σε ξαναφέρει η Παναγία.
[Αγαπίου Μοναχού, Η θεϊκή φλόγα που άναψε στην καρδιά μου ο Γέρων Πορφύριος, ΑΘήναι 2000, σελ. 41π.]