Βρισκόμουν στο κελί του Γέροντα στα Καλλίσια. Μιλούσαμε για θέματα υγείας και προσπαθούσε να μου αποσαφηνίσει, ότι οι αρρώστιες οφείλονται σε δαιμονικές ενέργειες, σε αμαρτίες.
Για να με βοηθήσει να τον καταλάβω, μου διηγήθηκε το εξής περιστατικό:
“Με επισκέφθηκε στο κελί μου μία κυρία τελείως απελπισμένη, που κινδύνευε να πεθάνει από τη λύπη της. Αιτία ήταν ο άνδρας της, που υπέφερε πολύ από άσθμα, όπως μου έλεγε, και τον λυπόταν, αλλά δεν μπορούσε να τον βοηθήσει, κι αυτό την στενοχωρούσε. Εγώ, όμως, είδα άλλα πράγματα.
– Θα σε βοηθήσω, της είπα, εσύ, όμως, δέχεσαι να κάνεις αυτό που θα σου πω;
– Θα κάνω ό,τι μου πείτε, μου απάντησε.
Της λέω:
– Θα φύγεις τώρα από εδώ και θα πας στο σπίτι σου. Θα μπεις από την κύρια είσοδο και θα πας στο δωμάτιο όπου βρίσκεται ο άρρωστος άνδρας σου. Θα μείνεις λίγο μαζί του και θα προσέξεις τί θα κάνει. Έπειτα θα σηκωθείς και θα του πεις: “Θέλω να βγω για καμμιά ώρα στην αγορά για ψώνια.“. Εσύ όμως δε θα πας στην αγορά, αλλά θα κάνεις τον κύκλο τού σπιτιού και θα μπεις, από την πίσω πόρτα, στην κουζίνα, που συνορεύει με το δωμάτιό του. Πρόσεξε, όμως, να μη σε αντιληφθεί. Εκεί στην κουζίνα θα μείνεις περίπου μια ώρα και θα στήσεις αυτί, να ακούσεις τί θα κάνει. Όταν έρθει η ώρα, θα βγεις από την πίσω πόρτα, θα κάνεις πάλι τον κύκλο και θα μπεις από εμπρός στο δωμάτιό του. Πάλι, θα προσέξεις τί θα κάνει, μόλις σε δει.
Η κυρία έκανε όπως της είπα. Την άλλη μέρα ξαναήρθε.
– Τί έγινε; τη ρώτησα.
– Μόλις μπήκα, μου λέει, από την μπροστινή πόρτα, στο δωμάτιο τού συζύγου μου, άρχισε να βήχει δυνατά, να φτύνει κάτω και να μου κάνει παράπονα, ότι δεν τον αγαπώ, δεν τον λυπάμαι καθόλου και τον αφήνω μόνο του να υποφέρει. Έπειτε από λίγο του είπα, ότι θα βγω στην αγορά για καμμιά ώρα. Νέα βηξιματα και παράπονα. Όταν μπήκα στην κουζίνα, παρατήρησα ότι στο δωμάτιο του ανδρός μου επικρατούσε άκρα ησυχία. Πέρασε μια ώρα και ξαναγύρισα κκοντά του. Μόλις άνοιξα την πόρτα και με είδε, άρχισε πάλι ο βήχας και τα παράπονα ότι, όση ώρα έλειψα, υπέφερε πολύ, έβηχε, φώναζε για βοήθεια και παραλίγο να πεθάνει ολομόναχος.
– Κατάλαβες τώρα, τί συμβαίνει; τη ρώτησα.
– Τα έχω μπερδεμένα, δεν ξέρω τί να υποθέσω, μου απάντησε.
– Θα σου τα εξηγήσω εγώ, της είπα. Ο άνδρας σου έχει μέσα του δαιμόνιο. Το είδα από τη στιγμή που ήρθες χθες. Το δαιμόνιο τού έφερε το άσθμα και με το άσθμα τού άνδρα σου θέλει να σε ξεκάνει. Εσύ επεισή είσαι πολύ ευαίσθητη και πονετική, καθώς τον βλέπεις να υποφέρει και να σου κάνει διαρκώς παράπονα ότι δεν ενδιαφέρεσαι γι’ αυτόν, όλο και λιώνεις από τη στενοχώρια σου. Εκείνος, όμως, δε στενοχωριέται. Βήχει και φτύνει και σου παραπονιέται, μόνο όταν βρίσκεσαι κοντά του, γιατί έχει βάλει στόχο εσένα. Μόλις φεύγεις και δε σε βλέπει, ησυχάζει.
Η κυρία με κοίταζε και σιγά σιγά καταλάβαινε τι συμβαίνει. Της είπα τι να κάνει, για να πολεμήσει το δαιμόνιο και να γλιτώσει κι αυτή κι ο άνδρας της. Με άκουσε και τώρα πάνε καλύτερα.”
Μου έκανε εντύπωση, από τη μια πλευρά, η ανθρωποκτόνος δολιότητα τού δαιμονίου, και από την άλλη η οξύτατη διόραση τού Γέροντα και η ιαματική παρέμβασή του. Μου γεννήθηκε η απορία και τον ρώτησα:
– Γέροντα, το άσθμα αυτό ήταν ψυχολογικό, δηλαδή φανταστικό;
– Όχι, μου απάντησε, ήταν πραγματικό άσθμα, οργανικό, αλλά προερχόταν από το δαιμόνιο, που το χρησιμοποιούσε σαν φονικό όπλο εναντίον αυτής της γυναίκας.
[Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στο Γέροντα Πορφύριο, Αθήναι 1995, σελ. 187-90]