Ήμουν θλιμμένος μετά από πρόσφατο θάνατο προσφιλούς μου προσώπου. Σκεπτόμουν για μέρες το θέαμα τού ενταφιασμού. την κάλυψη του νεκρού με τα χώματα και την επακόλουθη σήψη τού σώματος…
Πώς θα ήταν ο άνθρωπος, εάν δεν υπήρχε η πτώση των πρωτοπλάστων;
Διαρκής χαρά, κανένα ερώτημα για την αιώνια μακαριότητά μας. Τώρα “σκωλήκων βρῶμα καί δυσωδία”. Επάνω σ’ αυτές τις μελαγχολικές σκέψεις με πέτυχε ο Παππούλης μ’ ένα τηλεφώνημά του.
– Γιωργάκη, κάνεις ιατρείο αυτή την ώρα;
– Όχι, Γέροντα. Τελείωσα.
– Άνοιξε το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο στο Ε’ Κεφάλαιο, στίχος 24 – είναι το Ευαγγέλιο που διαβάζουμε στις κηδείες – και διάβασέ το αργά.
Άρχισα να διαβάζω: “Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντι με ἔχει ζωὴν αἰώνιον καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν“.
Με διέκοψε απότομα:
– Το κατάλαβες; Δεν υπάρχει θάνατος! Δεν θα δοκιμάσουμε την “πεθαμενίλα”! “Μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν“. Πόσο μας αγάπησε ο Θεός… Και αυτό το φρόντισε. Το λέει και ο Απόστολος τής Νεκρώσιμης Ακολουθίας: “Εἰ γὰρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανεν καὶ ἀνέστη, οὕτως καὶ ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σὺν αὐτῷ”; Ο Θεός δεν θα συγκεντρώσει εκεί πτώματα. Ζωντανούς θα μαζέψει κοντά Του. Στο πρόσωπο τού Χριστού αναστήθηκε η ανθρώπινη φύση. Καλά σου το είπα: δεν θα δοκιμάσουμε “πεθαμενίλα”. Το κατάλαβες;
Και έκανε μια θαυμάσια περιγραφή της ζωής κοντά στον αναστάντα Χριστό.
– Εκεί θα υμνούμε την Αγία Τριάδα, με τα Σεραφίμ και τα Χερουβίμ, αενάως. ναι, εμείς οι αμαρτωλοί και ανάξιοι, γιατί τόσο πολύ μας αγάπησε ο Θεός…
Η φωνή τού έσβηνε σιγά σιγά από τη συγκίνηση:
– Κλαίω, βρε Γιωργάκη, από χαρά. Τί ουράνια πράγματα είναι ετούτα που μας δωρίζει ο Θεός;
Μνήσθητι καί ἡμῶν, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ Σου. Γέροντα, εὔχου γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους τῆς γῆς.
[Περιοδ. Πειραϊκή Εκκλησία, τ. 10, σελ. 33]