Η γενική εικόνα που έχω κρατήσει, μετά από 20 περίπου χρόνια, είναι αυτή η εράσμια, η γαλήνια εικόνα. Δεν θυμάμαι ποτέ τον Γέροντα να είναι σκληρός ή να σε μαλώσει.
Ήτανε ο Γέροντας της αγάπης.
Ό,τι ήθελε να πει, το έλεγε χωρίς αυστηρότητα. Η φωνή του … “ε, να πάρει η ευχή…” ήτανε μια φράση που την χρησιμοποιούσε πολύ. Και όλους τους έλεγε: “τί καλός… τί καλά…”. Σου δημιουργούσε το κλίμα της ανέσεως.
Άλλωστε δεν είπε τόσες φορές: “Ο Χριστός είναι φίλος σας, σας αγαπάει, δεν κρατά την κόλαση και σας φοβερίζει”;
Εκείνο που έλεγε, κυρίως, ήτανε για τη σημασία της εξομολογήσεως. Έλεγε: “Δεν υπάρχει απελπισία όταν είσαι μέσα στην Εκκλησία, ό,τι και να έχεις κάνει, ό,τι και να έχεις υποστεί. Δεν υπάρχει απελπισία. Στενοχώρια μπορεί να έχεις, αλλά απελπισία όχι. Ο Θεός, μέσα από την εξομολόγηση – τόνιζε πάρα πολύ τη σημασία του ιερέα, το χέρι του παπά… ήταν σαν να έβγαινε από εκεί η θεία χάρη – σε βοηθά και ξεπερνάς αυτά τα οποία μπορεί να σε οδηγήσουν στα έσχατα όρια της απελπισίας. Πολλές φορές είχε τύχει να ξενυχτήσει με ανθρώπους, που είχαν φτάσει στα πρόθυρα αυτοκτονίας ή άλλων ακραίων καταστάσεων υγείας και υπόστασης πνευματικής και διανοητικής. Είχε ξενυχτήσει και με την αγάπη και την χάρη και την προσευχή που έκανε τα ξεπερνούσε όλα με απλό τρόπο.
[Κλ. Ιωαννίδη, Γεροντικό του 20ου αιώνος, Αθήνα 2002, σελ. 112]