Ακόμη και οι πιο “υλικές” πράξεις του Γέροντα ανέδιδαν ευωδία πνευματικότητας. Μια μέρα, μπαίνοντας στο κελί του, τον βρήκα να τρώει το γεύμα του, καθισμένος στο κρεβάτι του. Με ευλόγησε και μου είπε να καθίσω, χωρίς να διακόψει το φαγητό του.
Μου έδωσε χαρά η οικειότητά του. Κάθισα στην καρέκλα, απέναντί του, και τον κοίταξα σιωπηλά. Ήταν ένα απολαυστικό θέαμα. Κρατούσε με το αριστερό χέρι, επάνω στα γόνατά του, ένα βαθύ πιάτο, που περιείχε μια σούπα με διάφορα λαχανικά, και με το δεξί χέρι το κουτάλι, και έτρωγε σκυφτός, σιωπηλός, με προσοχή, με ταπείνωση, με ευχαρίστηση, σαν να μετείχε σε μυσταγωγία.
Αισθάνθηκα, εκείνη τη στιγμή, την επιθυμία να είχα μια κάμερα, για να κινηματογραφήσω τη σκηνή, και μετά να την προβάλω σε φίλους, σαν ένα πρότυπο πνευματικό θέαμα, χωρίς λόγια, με τίτλο: “Ένας άγιος που τρώει το λιτό φαγητό του”.
Βλέποντάς τον, θα γεμίζανε με αγαλλίαση και θα επαναλαμβάναμε τα λόγια τού μοναχού εκείνου, που επισκέφθηκε κάποιον μεγάλο ερημίτη: “Μου φθάνει που σε βλέπω, Γέροντα”. Θα νιώθαμε μυστικά τη φράση τού Αποστόλου Παύλου: “Εἴτε οὖν ἐσθίετε εἴτε πίνετε εἴτε τι ποιεῖτε, πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε“. Και θα συγκρίναμε, αυθόρμητα, αυτή την ασκητική εικόνα, με την εικόνα τού δικού μας τραπεζιού, όπου συνήθως κυριαρχεί η καλοφαγία.
Όμως ο Γέροντας πάρα πολλές φορές έκανε υποδείξεις και έδινε οδηγίες, ακόμη και συνταγές, για νόστιμα φαγητά και γλυκά, και έδειχνε καθαρά πως δεν μας ήθελε μίζερους και αδιάφορους προς όλα τα ωραία που μας προσφέρει η αγάπη τού Θεού.
[Κ. Γιαννιτσιώτη. Κοντά στο Γέροντα Πορφυριο, Αθήναι 1995, σελ. 422π.]