Οι Γέροντές μου δεν με διέταξαν ποτέ τι να κάνω. Μου έδωσαν ένα κομποσχοίνι και μου είπαν:
– Να λέεις την ευχή.
Τίποτ’ άλλο. Μ’ έβλεπαν φανατικό και δεν μου έλεγαν πολλά, ούτε τι να διαβάσω. Δεν μ’ άφηναν να διαβάζω τίποτα από τους μεγάλους Πατέρες, που έχουν αυστηρότητες. Δηλαδή, δεν μ’ αγηναν να διαβάσω τον Άγιο Εφραίμ, τον Άγιο Ισαάκ, τον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, τον Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τον Ευεργετινό κ.α. Μου το είχαν απαγορεύσει. Έτσι, κάνοντας υπακοή,διάβαζα μόνο βίους αγίων, το Ψαλτήρι, την Παρακλητική, τα Μηναία, κι από εκεί έμαθα να διαβάζω, γιατί δεν ήξερα. Αλλά είχα πολύ ζήλο για τα πνευματικά. Κάθε τόσο πήγαινα στον Άγιο Γεώργιο, που βοηθούσα κι εγώ να χτισθεί, κι έψαλλα πολλά ψαλτικά. Πιο πολύ μου άρεσαν οι Τριαδικοί Κανόνες. Και μου άρεσαν αυτά που έχουν θείο έρωτα. Ήταν μοιρολόϊ, ερωτικό τραγούσι, όπως θέλετε πέστε το. Κι έκλαγια με δάκρυα πολλά, αλλά δεν ήταν δάκρυα λύπης, ήταν δάκρυα χαράς, θείας χαράς. Συγκινιόμουνα. Τα έλεγα ωραία! Ήταν η ζωή μου αυτή. Ζούσα με την χάρι του Κυρίου, όχι με τη δική μου δύναμη. Όλα αυτά ήταν από τη θεία χάρι, δεν ήταν ούτε από την εξυπνάδα μου, ούτε απ΄΄ο την επιστήμη μου -που δεν είχα- ούτε, ούτε, ούτε… Ήταν από την χάρι του Θεού.
Κάποιες φορές, όμως, ξέφευγα. Χωρίς να ρωτήσω τους Γέροντές μου έπαιρνα κάτι πρωτοβουλίες. Ακούστε με. Για την καθαρότητα του νου άρχισα να μαθαίνω απ’ έξω την Αγία Γραφή. Άρχισα από την αρχή, απ’ τον Ευαγγελιστή Ματθαίο. Μα μέρα δόθηκε μία αφορμή και τους είπα απ’ έξω το πρώτο κεφάλαιο τού Ιωάννου. Όταν τ’ άκουσαν, με μάλωναν που το έκανα χωρίς ευλογία.
[Βίος και Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σελ. 68]