Ένα βράδυ έγινε αγρυπνία στο Κυριακό, στην Αγία Τριάδα. Ήταν τις πρώτες ημέρες που είχα πάει. Γιόρταζε η σκήτη μας. Από βραδίς οι Γέροντές μου έφυγαν για την εκκλησία κι εμένα μ’ άφησαν στο κελί να κοιμηθώ. Μικρούλης ήμουν και σκέφθηκαν μήπως δεν αντέξω ως το πρωί, που θα τελείωνε η αγρυπνία.
Μετά τα μεσάνυχτα, ερχεται ο παπά-Ιωαννίκιος και με ξυπνάει.
“Ξύπνα!”, μου λέει. “Ντύσου, να πάμε στην εκκλησία.“.
Αμέσως συμμορφώθηκα. Σε τρία λεπτά εφθάσαμε στην Αγία Τριάδα. Με πέρασε πρώτο στο ναό. Ήταν η πρώτη φορά που έμπαινα μέσα. Τα έχασα! Γεμάτη η εκκλησία με καλογήρους να στέκονται όρθιοι με ευλάβεια και προσοχή. Οι πολυέλαιοι έριχναν το φως τους παντού, φώτιζαν τις εικόνες στους τοίχους, στα προσκυνητάρια. Όλα έλαμπαν. Τα καντηλάκια αναμμένα, τα λιβάνια να ευωδιάζουν, οι ψαλμωδίες να ηχούν κατανυκτικά μέσα στην απόκοσμη ομορφιά τής νύχτας. Δέος με κατέλαβε αλλά και φόβος. Ένιωσα οτι δεν βρίσκομαι στη γη, ότι βρέθηκα στον ουρανό. Μου κάνει νόημα ο παπά-Ιωαννίκιος να προχωρήσω και να προσκυνήσω τις εικόνες. Εγώ τίποτα.
“Τσάκωσέ με, τσάκωσέ με!“, άρχισα να φωνάζω. “Φοβάμαι!“.
Με πήρε απ’ το χέρι κι εγώ κρατώντας τον σφιχτά πλησίασα και προσκύνησα. Ήταν η πρώτη μου εμπειρία. Χαράχθηκε μέσα μου. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ.
[Βίος και Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σελ. 50]