
Ο κόσμος το έμαθε. Ερχόντουσαν διάφοροι να με δούνε. Ήμουν νέο παλικάρι. πριν αρρωστήσω, ήμουν πάρα πολύ όμορφος και κόκκινος. Αλλά το πρόσωπό μου είχε ομορφιά όχι κοσμική. Θεία ομορφιά. Κι εδώ που ήλθα στον κόσμο, όλοι κάνανε λόγο για μένα και για τα μαλλιά μου. Απ’ την ημέραν που επήγα στο όρος, δεν είχα κόψει τα μαλλιά μου. Είχαν μεγαλώσει κι έφθαναν κάτω απ’ τη μέση. Έγινε πολύς θόρυβος στο χωριό. Γι’ αυτό κι εγώ, για να μην τα κόψω, ‘εβρασα μία κατσαρόλα με νερό και τα έβαλα μέσα και τα έβρασα πολύ. Τότε χαλάσανε και μου πέσανε. Έκανα φαλάκρα.
Κι ερχόντουσαν, όπως σας είπα, για να με δούνε στο χωριό μου. Διαδόθηκε εκεί ότι ο γιος του Λεωνίδα τού Μπαϊρακτάρη, που τον είχανε χάσει και τον είχανε για πεθαμένο, γύρισε απ’ το Όρος, που ήταν ασκητής. Κι ερχόντουσαν ο κόσμος από περιέργεια, για να με δούνε. Εγώ δεν μιλούσα· ντρεπόμουνα κιόλας πάρα πολύ. Πήγα στην εκκλησία του χωριού. Όλοι με κοροϊδεύανε. η μητέρα μου ντρεπόταν. Έκλαιγε και θρηνούσε. Δεν ήθελε ούτε να με δει· δεν με ήθελε η καημένη και μ’ έδιωξε απ’ το σπίτι.
Στην αρχή με μάζεψε η θεία μου. Εκεί άρχισα καλό φαγητό, γάλα, τυρί αυγά, κρέας, για να συνέλθω απ’ την αρρώστια. Όμως δεν μπόρεσα να καθίσω εκεί πέρα, γιατί εγώ ήθελα έτσι… άλλο περιβάλλον. Τί να έκανα στο σπίτι; Ε, ντρεπόμουνα κιόλας, διότι εγώ δεν είχα προσφέρει και τίποτα στους δικούς μου… Και τώρα να θελήσω να με περιποιηθούν αυτοί;
[Βίος και Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σελ. 101]