Δεν ήθελα καθόλου να κάθομαι. Ήθελα να πάω εδώ, να πάω εκεί, να ποτίσω, να κόψω ξύλα. Κι όλα αυτά με μία μετάνοια κάθε φορά. Είχα πολλή χαρά κι αγαλλίαση. Ένιωθα γεμάτος κι έτρεχα. Έτρεχα, δεν περπατούσα. Ντρεπόμουνα, όμως, να με βλέπουν οι Γέροντες να τρέχω, γι’ αυτό περπατούσα σιγά σιγά στην αρχή κι όταν απομακρυνόμουν, έτρεχα. Φτερά έκανα να πάω γρήγορα και να γυρίσω γρήγορα στους Γέροντές μου. Ζωή χαρισάμενη, τί να σας πω! Αυτή η ζωή είναι όντως αγγελική. Είχε κι εκείνος ο ευλογημένος ο Γέροντάς μου πολλή προθυμία. Μου έλεγε: “Πήγαινε εδώ, πήγαινε εκεί…”. Ε, είχαμε βέβαια και πολλές δουλειές. Μου είχανε δώσει την επίβλεψη τού κελλιού. Εϊχαμε σπίτι νοικοκυρεμένο. Ειχαμε ελιές, είχαμε λίγα δέντρα, είχαμε και κηπευτικά.
Απ’ τις δουλειές, φυσικά, κουραζόμουνα. Πήγαινε σε πολλές δουλειές. Πήγαινα στο βουνό. Τα πόδια μου συχνά κοβόντουσαν. Ε, που να ήξεραν οι Γέροντές μου, παιδί με βλέπανε. Όταν κατέβαινα απ’ το βουνό μετά από τρεις ώρες δρόμο, μου έλεγε ο παπα – Ιωαννίκιος:
– Αύριο θα ζυμώσουμε, γι’ αυτό τώρα ετοιμάσου να πάεις να φέρεις κλαδιά.
Έπαιρνα το σχοινί κι επήγαινα στο βουνό για κλαδιά. Επήγαινα σε βατό δρόμο αλλά και σε απότομο. Όχι μόνον αυτά θυμάμαι, αλλά πολλές φορές οι Γέροντές μου με στέλνανε να φέρω κούτσουρα ή ξύλα και τα έβαζα πάνω σαν γαϊδουροφόρτωμα. Κι όπως ήμουν φορτωμένος κι είχε πάθει η μέση, καθόμουν στο πεζούλι να ξεκουραστώ. Αν καμμιά φορά με πείραζει πολύ το βάρος, έλεγα στον εαυτό μου: “Θα σου δείξω εγώ, παλιογάϊδουρο!”. Την τεμπελιά δεν την εγνώριζα. Ε, πραγματικά, δε λυπόμουν το σώμα μου. Επειδή τα γόνατά μου πονούσανε, εγώ ήθελα εκδίκηση. Δηλαδή, όσο διαμαρτύρονταν και πονούσανε, εγώ όλο και πιο μεγάλο φορτίο έπαιρνα. “Θα σου δείξω εγώ, παλιογάίδουρο!”, ξαναέλεγα. Εκδικιόμουνα, εκδικιόμουνα τον κακό εαυτό μου. Απίστευτο, ότι φορτωνόμουνα, ενώ ήμουν δεκαεφτά χρονώ παιδί, εβδομήντα οκάδες βάρος από απόσταση, για παράδειγμα, απ’ την Ομόνοια να το πάω στην κορφή, στο Λυκαβητό.
Δεν υπήρχε καθόλου τεμπελιά. Με ευχαριστούσε να προσεύχομαι, κι όταν ακόμη ήμουν κουρασμένος. Μες στην κούραση αναζητούσα πιο πολύ τον Θεό. Αυτό πρέπει να το πιστέψετε και να καταλάβετε πράγματι ότι είναι κατορθωτό. Είναι θέμα αγάπης. Δεν είναι απλώς ότι πηγαίνεις γρήγορα. Κάνεις τη δουλειά, αρχίζεις μετά άλλη, επιστρέφεις, κάνεις άλλη δουλειά και κοιτάς όλες να τις τελειώσεις, να ποτίσεις, να σκαλίσεις, να φέρεις χώμα και κλαριά, να πάεις στο βουνό, να φέρεις ξύλα για το εργόχειρο. Με την αγάπη γίνεσαι αεικίνητος. Να ιδείς τότε που πάνε οι αμαρτίες! Κοιμούνται όλα. Ακούτε; Αυτή είναι πραγματικά ξένη ζωή, ζωή οσία, αγία, ζωή παραδεισένια.
[Βίος και Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σελ. 63]