Μου έλεγε κάποια μέρα:
– Έρχονται σε μένα καμμιά φορά και αγόρια και κορίτσια. Τα καημένα τα παιδιά και τι δεν έχουν κάνει, όλες τις αμαρτίες τις σαρκικές τις έχουν κάνει, μα εγώ τ’ αγαπώ.
Ο Γέροντας δε δικαιολογούσε τις πράξεις των παιδιών· τις χαρακτήριζε ως σαρκικές αμαρτίες, αλλά συγχρόνως τα αγαπούσε σαν πολύτιμες ψυχές “ὑπέρ ὧν Χριστός ἀπέθανε”. Με την αγάπη του, τους προσέλκυε σαν μαγνήτης και τους θεράπευε σταδιακά από τη σαρκολατρεία τους.
Η πατερική αυτή στάση του Γέροντα, παρεξηγήθηκε από μερικούς πουριτανούς συντηρητικούς, που επένθησαν, και μερικούς ανεύθυνους προοδευτικούς, που πανηγύρισαν, για την ίδια αιτία: για το ότι τάχα ο Γέροντας “ανέχεται” τις σαρκικές αμαρτίες. Δεν καταλάβαιναν, ότι η αμαρτία δεν καταπολεμιέται, ούτε με τη μισαλλόδοξη καταδίκη του αμαρτωλού, ούτε με την ένοχη νομιμοποίηση τής πτώσης.
Ο Γέροντας πολεμούσε αποτελεσματικά την αμαρτία, αγαπώντας τον αμαρτωλό και βοηθώντας τον στη συνειδητοποίηση τής ευθήνης για τις πτώσεις του, και της δυνατότητας εν Χριστώ τής απαλλαγής του και από αυτές και από την ενοχή, δι ατης μετανοίας και της συγχωρήσεως και της εν Χριστώ ζωής. Ήθελε να οδηγεί στην καινούργια ζωή, και όχι να ταλαιπωρεί τις ψυχές με την παλιά.
[Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στο Γέροντα Πορφύριο, Αθήναι 1995, σελ. 354π.]