Όταν συνήλθε κάπως ο Γέροντας κι άρχισε σιγά σιγά να δέχεται επισκέπτες, τον συνάντησα κι άκουσα έκπληκτος, να μου λέει, με την ασθενική φωνή του:
“Όταν ήμουν, που λες, νέος προσευχήθηκα στον Θεό, αν ποτέ επιτρέψει ν’ αρρωστήσω, να μου δώσει καρκίνο. Ξέρεις, ο καρκίνος είναι η καλύτερη αρρώστια. Γιατί με τις άλλες αρρώστιες, δεν το παίρνεις σοβαρά το ζήτημα, ελπίζεις ότι θα γιατρευτείς και συνήθως δεν αλλάζεις. Με τον καρκίνο όμως, λες: “ως εδώ ήταν, πάει, τελείωσαν τα ψέματα, τώρα φεύγω.”
Οι άνθρωποι δεν μπορούν να σε βοηθήσουν και βρίσκεσαι μόνος μπροστά στον Θεό. Μόνη ελπίδα που σου μένει ο Θεός. Γαντζώνεσαι από την ελπίδα αυτή και σώζεσαι. Με την εγχείρηση αυτή του ματιού, που μου κάνανε και απέτυχε, με τις κορτιζόνες που μου δώσανε, ένιωθα σα νά ‘γινε έκρηξη μέσα στο κρανίο μου και το έκανε κομμάτια. Πονούσα τόσο πολύ! Νόμισα πως άκουσε ο Θεός εκείνη την παλιά προσευχή μου και ήτανε καρκίνος, αλλά δεν ήτανε. Ξέρεις, την είχα σταματήσει την προσευχή αυτή για τον καρκίνο, όταν μια φορά το ανέφερα σε κάποιο δεσπότη κι εκείνος με μάλωσε, διότι, όπως μου είπε, μια τέτοια προσευχή κρύβει εγωισμό. Έτσι που λες, πονούσα δυνατά. Ήταν πολύ ωραία.”.
Αν όλη η διήγηση του μού δημιούργησε δέος, εκείνο το τελευταίο: “…πονούσα δυνατά, ήταν πολύ ωραία.” με άφησε άναυδο. Πολλές φορές αδυνατούσα να παρακολουθήσω το Γέροντα.
[Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στο Γέροντα Πορφύριο, Αθήναι 1995, σελ. 155π.]