Ήμουν πολύ χαρούμενος και ενθουσιασμένος από τη ζωή μου εκεί. Για ένα διάστημα στην αρχή, όμως, επέρασα έναν πειρασμό. Άρχισα να σκέπτομαι τους γονείς μου. Τους είχα πονέσει· τους λυπόμουνα που δεν ήξεραν που βρισκόμουνα. Σκεπτόμουνα κι έναν εξάδελφό μου της ηλικίας μου. Μου γεννήθηκε, λοιπόν, η επιθυμία να πάω για λίγο στο χωριό μου και να φέρω τον εξάδελφό μου στο Άγιον Όρος, για να ζήσει κι αυτός αυτή την ωραία ζωή. Ένιωθα ότι είχα χρέος να τον φέρω στον Χριστό. Αλλά δεν έλεγα τίποτα στον Γέροντά μου. Άρχισα, λοιπόν, να μην έχω όρεξη για φαγητό, να κιτρινίζω στο πρόσωπο, να μελαγχολώ.
Ο Γέροντας το πρόσεξε. Με κάλεσε μια μέρα και μου λέει με στοργή:
Τί έχεις, παιδί μου; Τί σου συμβαίνει;
Του τα είπα όλα. Αυτό ήταν, ελευθερώθηκα! Ο πειρασμός πέρασε. Ήλθε πάλι η όρεξη, η χαρά πλημμύρισε την καρδιά μου.
Συνέχισα με την υπακοή στους Γέροντές μου. Έλαμψε το πρόσωπό μου, έγινα πιο ωραίος και πιο όμορφος. Ενώ πρώτα ήμουν αδύνατος, μετά έγινα ωραίος. Το πρόσωπό μου έγινε αγγελικό. Και πως το είδα; Είχα πάει στον Γέροντά μου κι όπως χτύπαγε ο ήλιος στο παράθυρό του, αυτό μου έγινε καθρέπτης. Κι όταν είδα το πρόσωπό μου, είπα μέσα μου:
– Πω, πω! Πώς με άλλαξε η χάρις!
Πριν σκεπτόμουν τους γονείς μου, η σκέψη τους με βαζάνιζε. Μετά δεν τους σκεπτόμουν. Μόνο στην προσευχή μου τους είχα να τους σώσει ο Κύριος. Πριν τους λαχταρούσα. Μετά λαχταρούσα τους Γέροντές μου. Τους εμνημόνευα τους γονείς μου, αλλά διαφορετικά, μόνο με αγάπη Χριστού. Άρχισα να νηστεύω πιο πολύ και πιο πολύ να αγωνίζομαι, αλλά και πιο μεγάλη τρέλα είχα και ενθουσιασμό. Επιθυμούσα να βρίσκομαι στην εκκλησία συνεχώς κι ήθελα να κάνω ό,τι ήθελαν οι Γέροντές, για να τους ευχαριστήσω. Να η αλλαγή, η μεταβολή, η μεταστοιχείωσις που κάνει η χάρις του Θεού.
[Βίος και Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σελ. 51]