Κάποτε παραπονέθηκα στο Γέροντα ότι δεν αντέχω άλλο.
– Κάναμε τόσες δουλειές αυτές τις ημέρες, που “ξεπατωθήκαμε”. Δεν είχα δύναμη να σηκώσω τα πόδια και τα χέρια μου. Τι χρειάζονται τόσες δουλειές στο Μοναστήρι;
Πήρε σοβαρό ύφος και απάντησε ευθεύως:
– Είναι θανάσιμο αμάρτημα να κουραζόμεθα για τον Θεό και ύστερα να μετανοιώνουμε και να γογγύζουμε. Κατάλαβέ το καλά. Χωρίς σωματικό κόπο, δεν κερδίζεται η αρετή, ξάπλα στο κρεβάτι! Ο σωματικός κόπος είναι το μεγαλύτερο δώρο του Θεού για τη σωτηρία μας. Για την απόκτηση της χάριτος του Θεού. Οι άλλοι με χαρά εδέχοντο εξευτελισμούς, κόπους… κι εσύ υποφέρεις; Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι, ενώ κοπιάζουμε για τον Χριστό, ύστερα να μετανοιώνουμε και να υποφέρουμε.
Βρε, εσύ νέος άνθρωπος, λες ότι κουράζεσαι; Στην ηλικία σου εγώ πετούσα. Ήθελα όλα να τα τελειώσω. Μην κοιτάς τώρα που δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Σε βλέπω πολύ πίσω. Κατέκτησε έδαφος ο παλαιός άνθρωπος και συνετρίβης. Όχι! Ανάνηψε! Ψάλλε με νεύρο, με τόνο, χαρούμενα!
«Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν,
Ἅδου τήν καθαίρεσιν,
Ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου, ἀπαρχήν˙
Καί σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τόν αἴτιον,
Τόν μόνον εὐλογητόν τῶν πατέρων
Θεόν καί ὑπερένδοξον».
Εκείνη την ημέρα μου είπε και τα εξής από τη ζωή του στην Σκήτη.
– Με τη χάρη τού Θεού δεν έσπασα ποτέ ποτήρι ή πιάτο. Τα έπλενα με αλυσίδα. Δεν είχαμε εμείς εκεί σαπούνια. Γρήγορα και καλά. Ήμουν αυτοσυγκεντρωμένος, σβέλτος, πρόθυμος, ακριβής, υπάκουος. Δεν τα λέω αυτά από εγωισμό, αλλά προς δόξαν Θεού. Είχα αγίους Γεροντάδες.
[Αγαπίου Μοναχού, Η θεϊκή φλόγα πουάναψε στην καρδιά μου ο Γέρων Πορφύριος, Αθήναι 2000, σελ. 90-2]