Για να ασχοληθείτε με τη νοερά προσευχή αποκλειστικά, πρέπει να έχετε την καθοδήγηση του πνευματικού. Η νοερά προσευχή δεν γίνεται χωρίς πνευματικό οδηγό. Υπάρχει κίνδυνος η ψυχή να παραπλανηθεί. Θελεί προσοχή. Εκείνος θα σας διδάξει να μπείτε στη σειρά για την ευχή, γιατί, αν δεν μπείτε στη σειρά, υπάρχει φόβος να δείτε το φως το αντίθετο, να ζείτε στην πλάνη και αν σκοτεισθείτε, οπότε τότε αγριεύει κανείς, αλλάζει το ύφος του κ.λ.π. Αυτός είναι ο διχασμός της προσωπικότητος. Είδατε πως δημιουργείται η πλάνη; Αν, όμως, προχωρείτε στην ευχή με τις συμβουλές του γέροντα, θα δείτε το αληθινό φως.
Πρέπει ο πνευματικός να είναι έμπειρος στη νοερά προσευχή. Δεν μπορεί, αν προσεύχεται έτσι μηχανικά και δεν έχει αισθανθεί την προσευχή με την χάρι του Θεού, να πει στον άλλον πώς να προσεύχεται. Θα το πει, βέβαια, όπως το έχει διαβάσει στα βιβλία και όπως το λένε οι Πατέρες. Ολόκληρα βιβλία έχουν γραφτεί που ομιλούν περί προσευχής. Και τόσοι τα διαβάζουν και κανείς δεν ξέρει να προσευχηθεί. Θα πεις: “Τα διαβάζομε, μαθαίνομε τον τρόπο, προετοιμαζόμαστε κι ο Θεός ευλογεί και μας στέλνει την χάρι Τοου και να καταλαβαίνομε”. Ναι, αλλά είναι μυστήριο. Μυστήριο η προσευχή και προπάντων η νοερά προσευχή.
Φοβερή πλάνη μπορεί να δημιουργηθεί με τη νοερά προσευχή. Τις άλλες τις προσευχές τις κάνομε κάπως με το μυαλό μας. Απλά τις λέμε και τις ακούνε τ’ αυτιά μας· έχουν άλλο τρόπο. Αλλά η νοερά προσευχή είναι κάτι άλλο. Κάτι άλλο που, αν σ’ αυτό το νοερό αναφθεί η έφεσις όχι απ’ τον καλό εαυτό σου αλλά απ’ τον άλλο, τον εγωιστή, οπωσδήποτε θ’ αρχίσεις να βλέπεις τα φώτα, όχι το φως του Χριστού, οπωσδήποτε θα αρχίσεις να αισθάνεσαι μία ψευτοχαρά. Αλλά έξω στη ζωή σου, στις συναναστροφές σου θα είσαι πιο άγριος και πιο θυμώδης και πιο οργίλος και πιο αγχώδης. Ε, να λοιπόν το γνώρισμα του πλανεμένου. Ο πλανεμένος δεν δέχεται την πλάνη του. Είναι φανατισμένος και κάνει κακό. Όπως συμβαίνει με τους ζηλωτές, αλλά με ζήλο ου κατ’ επίγνωσιν. Ακούστε ένα παράδειγμα.
“Ο Γέροντας, ο Άγιος Μακάριος, θα πήγαινε σε κάποια πανήγυρη με τον υποτακτικό του. Ο υποτακτικός πήγαινε μπροστά. Ήταν ακόμη αρχάριος κι είχε το ζήλο τον αρχαρίτικο. Λοιπόν, εκεί που πήγαινε, συναντάει έναν ειδωλολάτρη, ιερέα των ειδώλων. Του κακομίλησε, του είπε:
– Πού πάεις, πλανεμένε;
Τότε εκείνος θύμωσε και τον έδειρε και τον άφησε σχεδόν αναίσθητο.
Έπειτα από κάμποση ώρα συναντάει τον Γέροντα. Ο Αββάς Μακάριος, θεοφόρος που ήταν, καθώς τον είδε έτσι ταραγμένο, του λέει:
– Άνθρωπε του Θεού, που πάεις;
Αυτός, μόλις άκουσε τα λόγια, μαλάκωσε, κοντοστάθηκε και του λέει:
– Ο λόγος σου με γλύκανε.
– “Ναι”, του λέει ο πατήρ Μακάριος. “Σε βλέπω που τρέχεις, μόνο που δεν ξέρεις που τρέχεις.”
Αλλά τα είπε μ’ έναν ταπεινό κι αδελφικό τρόπο αγάπης.
Λέει ο ειδωλολάτρης:
– Τα λόγια σου, όταν ομιλείς, μου ανοίγουν την καρδιά, ενώ ένας άλλος εδώ, πριν λίγο, μπου είπε τα αντίθετα και τον ξυλοφόρτωσα.”
Του μίλησε τόσο ωραία ο Άγιος Μακάριος, που σιγά σιγά άλλαξε αυτός την πίστη του, έγινε και μοναχός και σώθηκε. Με τον καλό τρόπο μετέδωσε το πνεύμα το καλό. Μετέδωσε την άκτιστο ενέργεια και μπήκε στην ψυχή τού ειδωλολάτρη. Ενώ ο άλλος, ο υποτακτικός, μετέδωσε το πνεύμα το θυμώδες, το ταραχώδες, απ’ αυτό που είχε μέσα του.
Είδατε τι θα πει πλάνη; Όταν έχεις γέροντα, δεν διατρέχεις τον κίνδυνο της πλάνης. Όταν έχεις γέροντα καλό, θεοφόρο, μαθαίνεις τα μυστικά της προσευχής. Συμπροσεύχεσαι με τον γέροντα και σιγά σιγά αρχίζεις να μπαίνεις στην πνευματική ζωή και να μαθαίνεις πώς προσεύχεται ο γέροντας.
Εκείνος δεν μπορεί να σου πει: “Κάνε έτσι κι έτσι…”. Ό,τι δεις από εκείνον, κάνε το κι εσύ. Πηγαίνεις στον γέροντα, σου λέγει για τη νοερά προσευχή. Πρέπει να γνωρίζεις ότι, αν δεν τη ζει ο ίδιος, τίποτα δεν θα κάνει. Όταν, όμως, την έχει ζήσει τη νοερά προσευχή και τη ζει, υπάρχει ένα μυστήριο. Το μυστήριο είναι ότι τα λόγια του τ’ ακούει ο διδασκόμενος, αλλά βλέπει και τον τρόπο, πως η καρδιά του ανοίγει και πως μιλάει με τον Θεό νοερώς. Τον βλέπει η ψυχούλα του. Όχι μόνον, αλλά επικοινωνεί ψυχή και αισθάνεται η μία ψυχή την άλλη. Νιώθει πως δημιουργείται η “φόρμα”, πως δημιουργείται η κατάστασις αυτή δια της θείας χάριτος.
Δεν είναι άλλο πράγμα. Αυτό είναι η διδασκαλία. Διότι λέμε ότι η προσευχή δεν διδάσκεται, αλλά όντως διδάσκεται, όταν ζήσεις κοντά σε κάποιον, ο οποίος όντως προσεύχεται. Όταν πάρεις και διαβάσεις ένα βιβλίο περί προσευχής, ίσως δεν καταλάβεις τίποτα. Όταν, όμως, έχεις τον γέροντα κοντά σου που προσεύχεται, ό,τι σου πει για την προσευχή, τα καταλαβαίνεις, τα ενστερνίζεσαι, μπαίνεις μέσα στην προσευχή, προσεύχεσαι κι εσύ χωρίς να το καταλάβεις, επικοινωνείς. Δεν είναι το βιβλίο, δεν είναι η γνώση, είναι το άισθημα, είναι ο τρόπος, είναι το άνοιγμα, είναι το αγκάλιασμα.
Μήπως κι αυτό που γίνεται και σας μιλάω, δεν είναι κι αυτό μία προσευχή; Επειδή τα λέγω απ’ την καρδιά μου και νιώθουμε αυτό το σκίρτημα κι αυτή τη λαχτάρα. Αν δεν είναι έτσι, πώς εξηγείται που έχομε τόση λαχτάρα;
[Βίος και Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σελ. 270]