Μερικές φορές μάς προκαλούσε έκπληξη το πλάτος των ενδιαφερόντων του. Ένα καλοκαιριάτικο απόγευμα βιαζόμαστε να φύγουμε. Του είπα το λόγο. Θα πηγαίναμε να παρακολουθήσουμε μια συναυλία στο Ηρώδειο. Το ανέφερα έτσι σχεδόν επίτηδες, για να δω τις αντιδράσεις του. Έμεινα κατάπληκτος, όταν και το μουσουργό ήξερε και τον ερμηνευτή και μου μίλησε με πολύ εύστοχες παρατηρήσεις. Ο Παππούλης τής Β’ Δημοτικού!
Ρώτησα, επίσης, αυτούς που πηγαίναν παλαιότερα από εμένα και ήξεραν περισσότερες λεπτομέρειες για τον Γέροντα, τί χρειαζόταν εκεί η κεραία. Κι έμαθα ότι ο Γέροντας κάποτε καταγινότανε με την κατασκευή κάποιου είδους δέκτη με γαληνίτη. Του άρεσε εκτός από την καλλιέργεια τής γης – που άλλωστε η ήδη μεγάλη ηλικία του και η ευαίσθητη υγεία του δεν του επέτρεπαν να ασχολείται – να καταπιάνεται με τα τεχνικά.
Θυμάμαι ακόμη τη δικής του έμπνευσης ξυλόσομπα, που μας μάζευε τις χειμωνιάτικες μέρες μετά την εκκλησία κι αρχίζαμε ατέρμονες συζητήσεις περιμένοντας την ώρα να δει έναν έναν ο Γέροντας, ενώ η κυρά-Χαρίκλεια (η σημερινή Γερόντισσα Πορφυρία), αδελφή τού Γέροντα, μας φρόντιζε με καφέ και κάθε άλλο κέρασμα. Μαζευόμασταν εκεί αδελφωμένοι θεολόγοι, κληρικοί, Έλληνες και Σέρβοι, δικαστές, φιλόσοφοι, γιατροί, παιδαγωγοί, καθηγητές, φοιτητές και είχε μια ζεστασιά η συντροφιά, που και να έσβηνε η σόμπα, δε θα το νιώθαμε.
[Κλ. Ιωαννίδη, Γεροντικό του 20ου αιώνος, Αθήνα 2002, σελ. 238]