Έπειτα από μερικούς μήνες μπόρεσα να κάνω νέα επίσκεψη, επίσης σύντομη. Ο Γέροντας συνερχόταν όλο και περισσότερο.
Μεταξύ άλλων μου είπε:
– Πρέπει να προσέχω πολύ, γιατί αυτή η παλιοαρρώστια μπορεί να με αφήσει κάποια στιγμή στον τόπο.
Κι αμέσως διόρθωσε:
– Αν και δεν υπάρχουν παλιοαρρώστιες, αφού όλες τις επιτρέπει ο Θεός.
Και τελείωσε τη συνομιλία μας με τα λόγια:
– Η αρρώστια με κούρασε. Τόσους μήνες κλεισμένος μέσα σε ένα δωμάτιο. Επιθύμησα πολύ την εξοχή και τα δένδρα. Κάνε προσευχή και για μένα.
Μου φάνηκε σαν παιδικό, σαν ελαφρο παράπονο και νοσταλγία, που δικαιολογείται ακόμη και στους αγίους.
Μετά από καιρό έμαθα από κάποιο πνευματικοπαίδι του:
– Εκείνο το βράδυ, που έπαθα το έμφραγμα, δεν άντεξα το πολύ φως.
[Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στο Γέροντα Πορφύριο, Αθήναι 1995, σελ.162]