Μεγάλο πράγμα η μοναχική ζωή! Πολύ μεγάλο. Μεγάλη, υψηλή ζωή, θεια ζωή, ποιοτική ζωή. Είναι μία ζωή εξαίσια. Ο μοναχός μπορεί να βρίσκεται στη γη, αλλά ταξιδεύει πάνω με τ’ άστρα, μέσα στο άπειρο. Ζει με τη φαντασία τον Θεο, τον ουρανό. Ζει μία ζωή εξαίσια. Αυτή τη ζωή τη λένε αγγελική και είναι αγγελική. Είναι όντως τέτοια.
Για να τη ζει, όμως, σωστά ο μοναχός, πρέπει να έχει μοναχική συνείδηση. Κι αυτό θα το πετύχει με τη στροφή του εξ ολοκλήρου στον Θεό και στο σκοπό που έχει βάλει. Ζει με τη σιωπή, τη νοερά προσευχή, την άσκηση, την υπακοή. Πρέπει να αποθάνει για όλα, για να ζει εν Χριστώ. Ξυπνά με λαχτάρα, κάνει τον κανόνα του, τρέχει στις ακολουθίες, στα διακονήματα. Μία είναι η εγνοια του, πως θα αρέσει στον Θεό, πως θα υπηρετήσει τον Θεό, πως θα γίναι αίτιος να δοξάζεται το όνομα του Θεού. Πάντα έχει στο νου του τις υποσχέσεις που έδωσε, όταν έγινε μοναχός, ενώπιον του Τριαδικού Θεού. Γι’ αυτό συχνά διαβάζει τον Κανόνα της Μοναχικής Κουράς με προσοχή. Δεν χαλάει την τάξη και τη σειρά τού μοναστηριού. Τηρεί όλους τους κανονισμούς.
Για να προκόψει καείς στο μοναστήρι, πρέπει να αγωνίζεται χωρίς να πιέζεται από κανέναν. Όλα με χαρά και προθυμία, όχι αναγκαστικά. Ο μοναχός δεν είναι αυτός που πιέζεται να κάνει κάτι μηχανικά κι αγχωμένα. Ό,τι κάνει, το κάνει μονάχα από αγάπη προς τον ουράνιο Νυμφίο, από θείο έρωτα. Όχι να βάζει στο νου του την κόλαση ή το θάνατο. Ο μοναχισός δεν πρέπει να είναι φυγή αρνητικά, αλλά φυγή θείου έρωτος, θείας λατρείας.
Όλο το μυστικό είναι η προσευχή, το δόσιμο, η αγάπη στον Χριστό. Η μοναχική ζωή είναι ζωή χαρισάμενη. Πρέπει να να γλυκαθεί ο μοναχός στην προσευχή, να ελκυσθεί υπό της θείας αγάπης. Δεν μπορεί να σταθεί στο μοναχισμό, αν δεν γλυκαθεί στην προσευχή. Άμα αυτό δεν γίνει, πάει, δεν μπορεί να καθίσει στο μοναστήρι.
Αλλά αυτό που τον κρατάστο μοναστήρι μαζί με την προσευχή είναι και η εργασία και το εργόχειρο. Δεν είναι άλλο η δουλειά και άλλο η προσευχή. Η εργασία δεν εμποδίζει την προσευχή, αντίθετα την ενισχύει και την κάνει πιο καλή. Είναι θέμα αγάπης. Η εργασία, μάλιστα, είναι σαν να προσεύχεται κανείς, σαν να κάνει μετάνοιες. Η εργασία είναι αυλογία. Γι’ αυτό βλέπουμε ότι τους μαθητές Του αλλά και του προφήτες Του ο Χριστός τούς καλούσε την ώρα που εργάζονταν, επί παραδείγματι, την ώρα που κάποιος ψάρευε ή έβοσκε τα πρόβατά του.
Η χαρά του μοναχού είναι να μπει στην αγάπη τού Θεού, στην Εκκλησία, στην Αγία Τριάδα, στον Χριστό. Ενούται με τον Χριστό, σκιρτάει η κάρδια του, πληρούται χάριτος. Ο Χριστός ειναι η χαρά του, είναι ενθουσιασμένος, είναι ελπίδα, είναι αγάπη. Τί να σας πω! Εγώ , με τη χάρι τού Θεού, που επήγα εκεί περά, στο Άγιον Όρος… Τί ζωή, τί αγάπη, τι ευλάβεια, τί λαχταρά, τί υπακοή, τί προσευχή! Πώς ζούσαμε ο ένας τον άλλο με το μειδίαμά του! Πω, πω, ουράνια πολιτεία!
Ο ασκητής που πάει στην ερημιά όλα τα θυσιάζει, και την ανάπαυσή του, αρκεί να επιτύχει τον τρόπο έτσι να αισθανθεί την χάρι τού Θεού, να βρεθεί στη θαλπωρή τού Χριστού, στην αγκάλη τού Χριστού· να ενωθεί, να αισθανθεί τη συντροφιά με το Θεό, την ένωση του με τον Θεό· να γίνει ένα με τους άλλους, όπως η Αγία Τριάδα, .οπως τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος που είναι ένα. Έτσι φεύγει απ’ τον κόσμο αυτόν όχι απελπισμένος. Κάθεται εκεί, βασανίζεται, αλλά δεν φεύγει απελπισμένος. Φεύγει πολύ παρηγορημένος και με μεγάλη συντροφιά. Και συντροφιά του είναι όλη η φύση, και τα πουλιά και τα ζώα, αλλά και όλοι οι άγιοι, οι μάρτυρες και οι άγγελοι. Και κυρίως η συντροφιά του είναι η Παναγία μας με τον Υιό της.
[Βίος και Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σελ. 335]