Στο Κυριακό, που πήγαινα γι’ αγρυπνίες κι ακολουθίες, εγνώρισα αγίους ανθρώπους. Ακούστε να σας πω για έναν κρυφό άγιο.
Πάνω απ’ την καλύβα μας, πολύ ψηλά, ζούσε ένας Ρώσος, ο Γερο-Δημάς , σε μια πρωτόγονη καλύβα, μόνος του. Ήταν πολύ ευλαβής. Ο Γερο-Δημάς έμεινε σχεδόν άγνωστος σ’ όλη του τη ζωή. Κανείς δεν αναφέρει το όνομά ή για το χάρισμά του. Να φύγει από τη Ρωσία! Ποιός ξέρει πόσες ημέρες διαδρομή έκανε. Τα άφησε όλα, για βα έλθει σε μια άκρη του κόσμου, στα Καυσοκαλύβια, κι έζησε σε όλη τη ζωή του εκεί. Και πέθανε άγνωστος. Δεν ήταν κανείς εγωιστής. Όχι, όχι, αγωνιστής ήταν. Και να μην έχει κανένα δίπλα του να του πει: “Πεντακόσιες μετάνοιες έκανα σήμερα. Αυτό αισθάνθηκα…”. Ήταν μυστικός αγωνιστής.
Ναι, ναι, είναι ένα τέλειο πράγμα αυτό. Ένα τέλειο, ένα ανιδιοτελές. Ανιδιοτέλεια, λατρεία, αγιοσύνη, ἐνώπιος ἐνωπίῳ, χωρίς ανθρωπαρέσκεια. Ὁ δοῦλος τῷ δεσπότῃ. Τίποτε άλλο απολύτως. Ούτε ηγούμενος, ούτε “μπράβο“, ούτε “γιατί αυτό είναι έτσι“. Είδα ένα άγιο ζωντανό. Ναι, έναν άγνωστο άγιο. Ο καημένος, περιφρονημένος. Ποιός ξέρει, όταν πέθανε, έπειτα από πόσες ημέρες θα το μάθαμε κι ίσως μήνες, αν ήταν και χειμώνας. Πού να πήγαινε άνθρωπος εκεί ψηλά στη λίθινη καλύβα του! Δεν τον έβλεπε κανείς. Πολλές φορές αυτούς τους ερημίτες τούς βρίσκανε έπειτα από ένα-δύο μήνες μετά την κοίμησή τους.
Το εκχείλισμα και το περίσσευμα της χάριτος ήλθε σ’ εμένανε τον ταπεινό, όταν είδα αυτόν, τον Γερο-Δημά, στο Κυριακό να κάνει τις μετάνοιές του και να αναλύεται σε λυγμους στην προσευχή του. Με τις μετάνοιες αυτουνού, τόσο πολύ τον επεσκίασε η χάρις, ώστε ακτινοβόλησε και σ’ εμένα. Τότε ξέσπασε και σ’ εμένα ο πλούτος της χάριτος. Δηλαδή υπήρχε και πριν, με την αγάπη που είχα στον Γέροντά μου. Αλλά τότε αισθάνθηκα κι εγώ την χάρι παρά πολύ έντονα. Να σας πω πως μου συνέβηκε.
Ένα πρωί, κατά τις τρεισήμισι, επήγα στο Καθολικό, στην Αγία Τριάδα, για την ακολουθία. Ήταν νωρίς ακόμη. Δεν είχε χτυπήσει ακόμη το σήμαντρο. Κανείς δεν ήταν μες την εκκλησία. Κάθισα στον πρόναο, κάτω από μία σκάλα. Ήμουν αθέατος και προσευχόμουν. Σε μια στιγμή ανοίγει η πόρτα της εκκλησίας και μπαίνει ένας ψηλός κι ηλικιωμένος μοναχός. Ήταν ο Γερο-Δημάς. Μόλις μπήκε, κοίταξε δεξιά-αριστερά· δεν είδε κανένα. Τότε, λοιπόν, κρατώντας ένα μεγάλο κομποσχοίνι, άρχισε τις μετάνοιες τις στρωτές, πολλές και γρήγορες, κι έλεγε συνεχώς: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με… Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς“. Σε λίγο έπεσε σε έκσταση. Δεν μπορώ, δεν βρίσκω λόγια να σας περιγράψω τη συμπεριφορά του απέναντι στον Θεό· κινήσεις αγάπης και λατρείας, κινήσεις θείου έρωτος, θεία αγάπης και αφοσιώσεως. Τον είδα να στέκεται, να ανοίγει τα χέρια του όρθιος, σε σχήμα σταυρού, όπως έκανε ο Μωυσής στη θάλασσα, κι έκανε ένα πράγμα: “Ουουουουου!…”. Τί ήταν αυτό; Ήταν μέσα στην χάρι. Έλαμπε μέσα στο φως. Αυτό ήταν! Αμέσως μου μετέδωσε την ευχή. Αμέσως μπήκα στη δική του ατμόσφαιρα. Δεν με είχε δει. Ακούστε με. Συγκινήθηκα κι άρχισα να κλαίω. Ήλθε σ’ εμένανε τον ταπεινό και ανάξιο η χάρις του Θεού. Πώς να σας το πω; Μου μετέδωσε την χάρι. Δηλαδή η χάρις που ειχε εκείνος ο άγιος ακτινοβόλησε και στη δική μου την ψυχή. Μου μετέδωσε τα χαρίσματά του τα πνευματικά.
Λοιπόν, είχε πάθει έκσταση ο Γερο-Δημάς. Χωρίς να το θέλει το έκανε. Δεν μπορούσε να κρατήσει το βίωμά του. Ούτε κι αυτό που λέω είναι σωστό. Δεν μπορώ να το εκφράσω. Αυτό είναι κατάληψις υπό του Θεού. Αυτά δεν εξηγούνται. Καθόλου δεν εξηγούνται, ούτε στα βιβλία αποδίδονται, ούτε γίνονται καταληπτά. Πρέπει να είσαι άξιος να τα καταλάβεις.
[Βίος και Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σελ. 78]