Δεν μπορώ να σας φέρω παράδειγμα τι είναι πραγματική υπακοή. Δεν είναι τώρα να μιλάμε περί υπακοής κάποια στιγμή και να σου πω, “πήγαινε, κάνει μια τούμπα”, και να υπακούσεις. Δεν είναι αυτό υπακοή. Πρέπει να είσαι ξένοιαστος, δηλαδή να μη σκέπτεσαι καθόλου το θέμα περί υπακοής, και ξαφνικά να σου ζητήσουν κάτι και να είσαι έτοιμος να το κάνεις με χαρά. Να είσαι πάνω στη δουλειά, να μην είσαι σε εγρήγορση και ετοιμότητα και τότε να σε ταπεινώσουν. Με τη στάση σου τότε θα δείξεις αν κάνεις υπακοή ή όχι.
Τηρούσα κατά γράμμα τις εντολές των Γερόντων μου. Μου λέγανε:
– Δεν θα μιλάεις, δεν θα λέεις τι κάνομε και τι τάξη έχομε στο κελλί. Αν συναντήσεις στο δρόμο κανένα καλόγηρο και σου πει “ευλόγησον”, θα απαντήσεις “ευλογείτε” με ευλάβεια κι αγάπη Χριστού. Μάλιστα, αν είναι Γέροντας, να του φιλήσεις και το χέρι. Αν σε ρωτήσει, “τί κάνουν οι Γέροντές σου;”, να πεις, “καλά, δι’ ευχών σας”, και να προχωρήσεις αμέσως. Όχι άλλη κουβέντα. Κι αν έρχεται από πίσω και σε πλησίασει και σε ρωτήσει κάτι, μη σταθείς και μην αποκριθείς, γιατί όλοι οι καλόγηροι δεν είναι καλοί και χρειάζεται προσοχή. Ό,τι θα σε ρωτούν, θα λέεις: “Δεν ξέρω, ρωτήστε τον Γέροντα, δεν ξέρω”. Να λέεις “ευλόγησον” και να φεύγεις. Μη σου πουν: “Το εργόχειρό σας, η ξυλογλυπτική, δεν έιναι τόσο καλό, έλα να μάθεις αγιογραφία, μουσικά κ.λ.π.”. Μην ακούεις τίποτα, τράβα το δρόμο σου.
Και μου συνέβηκε μια φορά να με στείλουν στον Άγιο Νήφωνα. Και στο δρόμο, λοιπόν, απάντησα τρεις κοσμικούς -έτσι τους λένε στο Άγιον Όρος αυτούς που δεν είναι μοναχοί- και κατά τη συνήθειά μου, όταν τους πλησίασα, τους είπα “ευλογείτε” και πέρασα. ¨οπως ήμουν έτσι “άγριος” άνθρωπος, είπε ένας από την παρέα:
– Το καημένο το παιδί, δεν φαίνεται να είανι και τόσο καλά.
Εγώ είχα προσπεράσει, αλλά είχα πολύδυνατή ακοή. Ακούγοντας αυτά, χάρηκα γι’ αυτή την ταπείνωση. Εμειδίασα μέσα μου. “Έχει δίκιο”, είπα, “Μεγάλο δίκιο έχει, αλλά που να ήξερε την τρέλα μου!
Δεν έβγαινα συχνά έξω, ούτε σε πανηγύρια με πηγαίνανε οι Γέροντές μου. Δηλαδή, όταν γιόρταζε κάποιος άγιος, εκείνοι πηγαίνανε κι εμένα μ’ αφήνανε στο σπίτι.
Στο Άγιον Όρος οι Γέροντες ανάβανε φωτιά στο κελλί. Εγώ δεν ήθελα να είμαι κοντά. Στη φωτιά δεν εζύγωνα καθόλου. Οι γέροι καθόντουσαν κοντά στη φωτιά, εγώ καθόμουν πιο πέρα. Φοβόμουνα. Φοβόμουνα τη φωτιά να μη με χαλάσει και το έλεγα στου Γέροντές μου και μ’ αφήνανε οι καημένοι. Είναι και θέμα συνήθειας. Αν συνηθίσεις μια φορά να κάθεσαι κοντά στη φωτιά, δεν μπορείς μετά να σκληραγωγηθείς. Όταν καμμιά φορά μ’ έπιανε συνάχι, έπινα ένα τσάϊ ζεστό, έκανα πεντακόσιες-εξακόσιες μετάνοιες, ίδρωνα, άλλαζα. Μετά έπεφτα στο στρώμα και γινόμουν καλά.
Εγώ ήμουν πράγματι, ένας “άγριος”άνθρωπος. Ήμουν ένα αγρίμι του δάσους. Σας λέγω ειλικρινά. Έτρεχα μες στα χιόνια, μες στα βράχια ξυπόλυτος. Να βλέπεις πως εκοκκινίζανε εδώ οι φτέρνες μου, τα πόδια μου! Εκοκκινίζανε μες στα χιόνια. Οι Γέροντές μου δεν μου επέβαλλαν να είμαι ξυπόλυτος, ούτε εκείνοι ήταν ξυπόλυτοι. Εγώ μόνος μου το ήθελα. Αλλάούτε μου λέγανε να βγάζω τα παπούτσια. Στην εκκλησία, όμως, και στο Κυριακό φορούσα και τις κάλτσες και τα παπούτσια -όχι τα τσαρούχια. Θυμάμαι κάτι πολύ ωράιο. Ήταν άνοιξη και μ’ είχε στείλει ο Γέροντας να πάω στην Κερασιά. Καθώς έτρεχα, έβγαλα τα τσαρούχια μου, γιατί ήθελα τα πόδια μου να κάνουνε “τσαρούχια”, “πάτους” μές στο χιόνι και στην παγωνιά.
Επειδή οι Γέροντές μου με βλέπανε έτσι, με χαιρόντουσαν κι εκείνοι. Μπορεί να με ταπεινώνανε· ακόμη κι όταν έκανα καλό, μου λέγανε ότι έκανα κακό. Όχι βέβαια πάντοτε, αλλά θέλανε να με “βρούνε”, δηλαδή να με πιάσουνε εκεί που δεν το καταλάβαινα.
Οι Γέροντές μου ήταν αγιότατοι. με εκπαιδεύανε με πολλούς τρόπους, και μάλιστα αυστηρούς. Ποτέ δεν μου είπαν “μπράβο” ούτε “ωραία το έκανες”. Ποτέ δεν με επαίνεσαν. Πάντα με συμβουλεύανε πως να αγαπήσω τον Θεό και πως να ταπεινώνομαι. Να επικαλούμαι τον Θεό να με ενισχύει στην ψυχή μου και να Τον αγαπάω πολύ. Αυτό έμαθα. το “μπράβο” δεν το ήξερα ούτε ποτέ το ζήτησα. Ούτε στο σπίτι μου με είχανε μάθει να μου λένε, “μπράβο, τί ωραία το έχεις κάνει”. Η μα΄να μου με μα΄λωνε. Ο πατέρας μου έλειπε, ήταν στην Αμερική, εργαζόταν χρόνια στη διώρυγα τού Παναμά. Αυτό με ωφέλησε πολύ. Αυτός που μαθαίνει στην ταπείνωση ελκύει τη χάρι τού Θεού. Άμα δεν με μαλώνανε οι Γέροντες, στενοχωριόμουνα κι έλεγα μέσα μου: “Να πάρει η ευχή, δεν ηύρα Γέροντες καλούς”. Ήθελα να με παιδεύουνε, νε με μαλώνουνε, να μου φέρονται σκληρά. Τώρα καταλαβαίνω πόσο αυστηροί ήταν. Τότε δεν το καταλάβαινα, επειδή τους αγαπούσα. Ποτέ δεν θα ήθελα να τους αποχωρισθώ.
[Βίος και Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σελ. 65]