
Τηλεφωνική επικοινωνία με το Γέροντα:
– Πώς ο Θεός, Παππού, επιτρέπει να μας αδικούν οι άλλοι; Είναι δίκαιο αυτό;
– Και ποιά είσαι εσύ, που θα κρίνεις τον Θεό; Να κλείσεις, σε απρακαλώ, αμέσως το τηλέφωνο.
Τηλεφωνική συνομιλία μας το επόμενο βράδυ:
– Καλησπέρα, Γέροντα.
– Πόσο χαίρομαι που με πήρες τηλέφωνο! Ήθελα πολύ να μου τηλεφωνήσεις, για να μπορέσω να σου ζητήσω συγγνώμη για χθες.
– Εσείς, Γέροντα, να ζητήσετε συγγνώμη από εμένα; Εγώ να πέσω στα πόδια σας και να σας ζητήσω συγγνώμη, που χθες σας πίκρανα τόσο πολύ.
– Ναι, θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη, που χθες σου είπα να κλείσεις το τηλέφωνο. Μα, ξέρεις, εκείνη την ώρα ήταν εδώ κάποιος, που ήθελε ν’ αυτοκτονήσει ο ευλογημένος για κάτι που του έτυχε με την κοπέλα του. Κι ήταν γονατιστός εδώ και δεν ήθελα να τον αφήσω έτσι και να μιλώ στο τηλέφωνο.
Είναι πολύ δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο, ν’ αποτυπώσω στο χαρτί το τί ένιωσα τόττε και το τι νιώθω ακόμη και τώρα. Γι’ αυτό, το μόνο που μπορώ να πω, και το θεωρώ υπεραρκετό, είναι ότι, όταν οι άγιοι ζητούν συγγνώμη από τους ανάξιους, είναι σαν να χτυπά ο ίδιος ο Χριστός τη θύρα μας. Διότι μόνο οι άνθρωποι που φτάνουν “εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ”, όπως μας λέει ο απόστολος Παύλος, μπορούν να ζητούν συγγνώμη, ακόμη κι όταν η ευθύνη τού σφάλματος ανήκει εξ ολοκλήρου στους άλλους.
[Κλ. Ιωαννίδη, Ο Γέρων Πορφύριος, Αθήναι 1993, σελ. 264]