Ο Γέροντας, ως γιατρός μου, δεν “έβλεπε” μόνο τις σωματικές μου ασθένειες. Φρόντιζε και για τις πολλές πνευματικές ατέλειές μου. Προσπάθειά του, να βρω την ταπείνωση. Ένα απόγευμα μού τηλεφώνησε στο ιατρείο, ακριβώς μετά την υπερβολική εκδήλωση αγάπη ενός ζεύγους ασθενών μου που περιποιήθηκα.
Μεταφέρω τα λόγια του:
– Γιωργάκη, είμαι ο Γέροντας. Εμείς οι δυο θα πάμε μαζί στην κόλαση. Θα ακούσουμε: “Ἀφρον· ταύτῃ τῇ νυκτί τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ. Τά ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου ἀπήλαυσας, ἅδε ἡτοίμασας τίνι ἔσται;“
Τον διέκοψα:
– Τί απολαύσαμε, Γέροντα, σ’ αυτή τη ζωή; Το σαράβαλο αυτοκίνητο, το άδειο βιβλιάριο ή τον ανύπαρκτο ύπνο μας;
Απάντησε απότομα:
– Τί είναι αυτά που λες; Δε σου λέει ο κόσμος “τί καλός γιατρός που είσαι, μας αγαπάς, μας φροντίζεις, δε μας γδέρνεις”; Κι εσύ τα αποδέχεσαι, τα χάφτεις. Ε, τον έχασες το μισθό σου. Το ίδιο παθαίνω κι εγώ. Μου λένε πως έχω “χαρίσματα”, πως μπορώ να τους ακουμπήσω και να κάνω θαύματα, πως είμαι άγιος. Και τα χάφτω ο ανόητος και αδύναμος. Ε, γι’ αυτό σου είπα ότι μαζί θα πάμε στην κόλαση.
– Αν είναι να πάμε μαζί, του απάντησα, πάμε και στην κόλαση!
Κι εκείνος έκλεισε το τηλέφωνο λέγοντας:
– Εγώ σου μιλάω σοβαρά και συ πάντα αστειεύεσαι. Καλή μετάνοια και σους δυο μας.
[Κλ. Ιωαννίδη, Ο Γέρων Πορφύριος, Αθήναι 1993, σελ. 223π.]