Ήθελα να έχω τη γνώμη του Γέροντα για μια διαπίστωσή μου και, όταν μου δόθηκε ευκαιρία, του είπα: “Γέροντα, από παρατηρήσεις μου σε διάφορα περιστατικά τής ζωής μου, έχω καταλήξει σ’ ένα συμπέρασμα, που προσπαθώ να το εφαρμόζω, όσο μπορώ, στην πράξη: “όταν κάποιος διαφωνεί μαζί μου και είμαι πεπεισμένος για την ορθότητα τής απόψεώς μου, του λέω:
– Ας σταματήσουμε την αντιδικία κι ας το αφήσουμε στον Θεό, να μας δώσει εκείνος, μέσα από τα γεγονότα, την ορθή απάντηση. Όταν, αργότερα, τα γεγονότα με δικαιώνουν, δεν υπενθυμίζω στον τέως αντίδικό μου τη συζήτηση που κάναμε και την εν συνεχεία δικαίωσή μου. Σιωπώ. Συνήθως, σιωπά κι εκείνος – σπανίως βρίσκουμε το θάρρος να ομολογήσουμε τα λάθη μας· μου αρκεί όμως, διότι με τη σιωπή μου, που μοιάζει με αμνησία, τον κάνω να αισθάνεται άνετα μαζί μου, αφού διαπιστώνει ότι τον σέβομαι και δεν τον εξουθενώνω.
Μόλις το άκουσε αυτό ο Γέροντας, ενθουσιάστηκε και μου είπε:
– Μωρέ, εσύ είσαι ψυχολόγος. Αυτό είναι το σωστό: να μην κατηγορείς τον άλλον για τα σφάλματά του και να μην του τα υπενθυμίζεις. Τότε τον καθίζει στο σκαμνί η ίδια η συνείδησή του και τον δικάζει. Μόνος έτσι διορθώνεται το κακό. Διαφορετικά, όταν εσύ τον κατακρίνεις, αμύνεται, δικαιολογεί τον εαυτό του, ρίχνει τις ευθύνες του σε εσένα και σε άλλους, γίνεται σκληρός και το κακό αντί να διορθωθεί χειροτερεύει.
[Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στον Γέροντα Πορφύριο, Αθήνα 1995, σελ.327π.]