Κοσμική κυρία, που είχε δοκιμάσει τα θέλγητρα του κόσμου και από όλα είχε τελικά απογοητευθεί, έφτασε στα πρόθυρα της αυτοκτονίας.
Σ’ αυτή την απελπιστική κατάσταση την βρήκε μια φίλη της και της συνέστησε, ως διέξοδο, τον π. Πορφύριο. Εκείνη πήγε στα Καλλίσια και τον συνάντησε.
Απροσδόκητα, μέσα στο σκοτάδι της ψυχής της, είδε, για πρώτη φορά στη ζωή της, να λάμπει ένα παρήγορο φως. Ενθουσιάστηκε και έγινε μαθήτριά του. Του ζήτησε να της δώσει ευλογία να μείνει κοντά του, όπως ο Απόστολος Παύλος, στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, που είπε: “Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι”.
Ο Γέροντας τής εξασφάλισε κάποιο κατάλυμα, κοντά στις αδελφές του Μοναστηριού.
Εκεί περνούσε τις ημέρες της σε ψυχική γαλήνη και αισθανόταν, ότι “νεκρή ην και ανέζησε και απολωλυία ην και ευρέθη”.
Ο μισόκαλος όμως διάβολος, δεν εγκατέλειψε το φθονερό έργο του. Εφθόνησε την ψυχή εκείνη, που του ξέφυγε κυριολεκτικά μέσα από τα νύχια του και βάλθηκε να την ξανακερδίσει. Της έφερνε στη φαντασία ωραιοποιημένες αναμνήσεις της παλαιάς ζωής της, μέσα στον λαμπερό θόρυβο των κοσμικών διασκεδάσεων και τη συνέκρινε με τη φτωχική ερημιά, όπου ζούσε τώρα. Λίγο λίγο άρχισε να τη δηλητηριάζει η άνια. Ο δαίμονας της ακηδίας ροκάνιζε μυστικά την ψυχή της. Ώσπου μια μέρα ανακοίνωσε στις αδελφές ότι θέλει επιστρέψει στην Αθήνα.
Εκείνες ταράχτηκαν και προσπάθησαν να την εμποδίσουν, λέγοντάς της, ότι έπειτα από τη φοβερή περιπέτεια που πέρασε, η επιστροφή στην παλιά εκείνη κόλαση, θα σήμαινε παράδοση εκούσια στο θάνατο. Η κυρία δίστασε να φύγει όμως έπειτα από μερικές ημέρες επανέλαβε την επιθυμία της αναχώρησής της από το Μοναστήρι. Ανήσυχες οι αδελφές ενημέρωσαν τον Γέροντα, που τις ρώτησε: “Κι εσείς τι της είπατε;”. “Να μείνει εδώ, γιατί αν φύγει κινδυνεύει.”. “Κακώς της είπατε να μείνει”, είπε ο Γέροντας. “Πρέπει να την αφήσετε να φύγει, αφού το θέλει. Μην την κρατάτε με φόβο. Θέλετε να την τρελάνετε. Μη φοβάστε, δε θα χαθεί αυτή η ψυχή, θα ξαναγυρίσει.”. Στην επόμενη κρούση της κυρίας, οι αδελφές τής είπαν ό,τι είναι ελεύθερη να κάνει ό,τι θέλει. Εκείνη τις χαιρέτησε, πήρε την ευλογία του Γέροντα και έφυγε για την Αθήνα.
Την υποδέχτηκαν πανηγυρικά οι παλιές συντροφιές της. Ο Γέροντας προσευχόταν μυστικά για τη σωτηρία της. Η κυρία ξανάρχισε τη ζωή της ασωτίας, αλλά γρήγορα την έζωσαν τα φίδια της απελπισίας. Σκοτεινές σκέψεις την ταλαιπωρούσαν. Όμως τώρα το σκοτάδι δεν αποτελούσε μονόλογο, όπως πριν. Υπήρχε η ανάμνηση του παρήγορου φωτός κοντά στον Γέροντα. Και το πουλί ξέφυγε από το δαιμονικό δόκανο και πέταξε ελεύθερο προς τον ουρανό των Καλλισίων. Την υποδέχθηκε, με στοργή και χαρά, ο Γέροντας, όπως ο πατέρας του ασώτου υιού.
Από τότε δεν ξαναζήτησε να επιστρέψει στα παλιά. Άλλαξε οριστικά και έζησε μια καινούρια ζωή, μετανοίας και ψυχικής ειρήνης.
[Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στο Γέροντα Πορφύριο, Αθήναι 1995, σελ. 249-51]