Εγώ εκεί! Το νου μου να να φύγω. Να ζητήσω απ’ τον Γέροντα άδεια κι ένα σακί με παξιμάδια και να χαθώ, για να υμνώ και δοξάζω αδιαλείπτως τον Θεό. Αλλά σκεπτόμουν: “Πού να πάω; Δεν έχω μάθει καλά το εργόχειρο”. Δεν μου το έχουν διδάξει. Ίσως φοβόντουσαν να μη φύγω. Αυτός ο φόβος κυριαρχούσε στο Άγιον Όρος. Δεν του μαθαίνανε του υποτακτικού να τελειώνει το εργόχειρο, για να μην τους φύγει. Ενώ είναι αέρας για τον μοναχό να ξέρει εργόχειρο, γιατί έχει τρόπο να πάρει το παξιμάδι του.
Μου μπήκε, λοιπόν, στο νου αυτό το πράγμα, να φύγω στην έρημο, μόνος μόνῳ Θεῷ. Ανιδιοτελώς. Χωρίς υπερηφάνεια, χωρίς εγωισμό, χωρίς κενοδοξία, χωρίς, χωρίς, χωρίς… Το πιστεύετε; Από εκεί μου γεννήθηκε το ανιδιοτελές. Το ακραιφνές, το τέλειο επέτυχαν μερικοί ασκηταί που χάθηκαν στην έρημο. Δεν επεδίωκαν ούτε κόσμο ούτε τίποτα, τίποτα, τίποτα… Ανελύοντο σε δάκρυα προς τον Θεό και προσήυχοντο όλοι για την Εκκλησία. όλοι εκόπτοντο πρώτα για τον κόσμο και την Εκκλησία και μετά για τον εαυτό τους.
Λοιπόν, εμένα, όπως σας είπα, μου καρφώθηκε ο σκοπός του αηδονιού. Ποιός ο σκοπός να ξελαρυγγιάζεται μες την ερημιά; Η λατρεία, η υμνωδία, η δοξολογία στον Θεό, τον Δημιουργό. Γιατί, λοιπόν, να μην πάω στην έρημο, να λατρεύω τον Θεό ἐν σιωπῇ, χαμένος απ’ τον κόσμο κι απ’ την κοινωνία; Υπάρχει τελειότερο πράγμα; Όλα αυτά τα νοήματα τα είχα βγάλει απ’ το αηδόνι. Πω, πω, πω, σχέδια που έκανα! Πώς θα πήγαινα στην ερημιά, πώς θα χαιρόμουνα, πώς θα πέθαινα! Πω, πω, πω, θα έτρωγα τα χόρτα, θα έκανα το ένα, το άλλο! Θα πήγαινα ως ρακένδυτος κι ως άγνωστος σε κανένα μοναστήρι, να μου δίνανε κανένα παξιμάδι και θα το έτρωγα, χωρίς να λέω που κάθομαι και που μένω και ποιος είμαι. Είχα κάνει ολόκληρο σχέδιο. Αυτό ήταν το μυστικό μου.
Εγύρισα στο κελλί γεμάτος απ’ όλα αυτά τα συναισθήματα και τα όνειρα. Τα εξομολογήθηκα στον Γέροντα. Ο Γέροντας εμειδίασε.
– Πλάνη, μου λέει, βγάλ’ τα απ’ το μυαλό σου, ούτε και να το ξανασκεφθείς, γιατί θα σου κόψουνε και την προσευχή αυτά τα πράγματα.
Κι όπως σας έχω πει πολλές φορές, είχα ένα μεγάλο καλό. Ό,τι εξομολογιόμουνα στον Γέροντα, τελείωνε την ίδια στιγμή κι ένιωθα μέσα μου μία μεγάλη χαρά. Ήταν, φαίνεται, η ευχή του Γέροντα.
Έτσι, ζούσα σαν υποτακτικός μέσα στον επίγειο παράδεισο του Αγίου Όρους. Ποτέ δεν θα ήθελα να φύγω από εκεί. Αλλά το σχέδιο του Θεού ήταν διαφορετικό.
[Βίος και Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σελ. 89]