Και κάποιος άλλος που είχε πρόβλημα αρκετά σοβαρό και πήγαινε και κλαιγότανε στον Γέροντα και ξανακλαιγόταν, του λέει, αφού ήταν ανθρωπίνως άλυτο.
“Άκου, παιδί μου, σου εμπιστεύτηκε ο Θεός ένα μικρό πειρασμό, μία μικρή δυσκολία, ένα προβληματάκι… Κι εσύ αντί να χαρείς γι’ αυτό που σου εμπιστεύτηκε, κάθεσαι και στενοχωριέσαι;
Πες, Χριστέ μου, να είναι ευλογημένο! Αφού εσύ επέλεξες αυτό, ή η αδυναμία μου όρισε αυτό και εσύ το ανέχεσαι, να είναι ευλογημένο… Και ευχαριστώ Θεέ μου. Ξεχνάμε να λέμε ευχαριστώ και στη θλίψη και στον πόνο. Κάποτε ήταν ένα παιδάκι που το πείραζαν τα άλλα παιδιά, γιατί ήτανε λίγο αδύνατο, λίγο ντροπαλό κ.τ.λ. Και στενοχωριότανε και πονούσε. Πήγαινε στο σπίτι του και έκλαιγε. Παραπονιότανε στη γιαγιά – η μητέρα του είχε πεθάνει. Η γιαγιά ήταν πιστή.
“Μη στενοχωριέσαι, παιδί μου.”, του έλεγε. “Να ευχαριστείς τον Θεό γι’ αυτό και για όλα.”. Πέρασε καιρός, κατάλαβε.
Τα καλά λογάκια όταν πέφτουν στην ψυχή, μένουν, να ξέρετε. Σιγά – σιγά καλλιεργούνται, καρποφορούν και βγαίνουν.”
[Αρχ. Ανανίου Κουστένη, Λόγοι Β’, σελ. 75]