(Ο “πνευματικός” τού αποσπάσματος που ακολουθεί είχε αρρωστήσει πολύ βαριά από καρκίνο και ζήτησε από τον Γέροντα Πορφύριο να προσευχηθεί να γίνει το θέλημα του Θεού).
Δεν πέρασαν πολλά χρόνια και η ασθένεια του πνευματικού υποτροπίασε. Χρειάσθηκε νέα εγχείρηση, αλλά η κατάσταση τής υγείας του διαρκώς χειροτέρευε. Ο ασθενής πονούσε αφόρητα, δεν έτρωγε τίποτε, τον διατηρούσαν με ορούς και μια μέρα έλιωνε σαν το κερί. Σε μια από τις τελευταίες επισκέψεις μου στο σπίτι, όπου έμεινε ο πνευματικός μου, εκείνος μού είπε, με σβησμένη φωνή: “Να πεις στον πατέρα Πορφύριο, ότι πονώ πάρα πολύ και τον παρακαλώ γονυπετώς να προσευχηθεί για μένα. Αν είναι θέλημα του Θεού να ζήσω, ας με κάνει δώρο στα πνευματικά μου παιδιά· αν πάλι το θέλημά Του είνια να με πάρει, ας με πάρει. Ευλογημένο το όνομά Του!
Όταν μετέφεραν το μήνυμα αυτό στον πατέρα Πορφύριο, συγκινήθηκε ακούοντάς το και μού ζήτησε να σχηματίσω αμέσως τον αριθμό τηλεφώνου του. Και τότε ακολούθησε ένας συγκλονιδτικός διάλογος, μεταξύ τού πνευματικού μου, που βρισκόταν στο χείλος τού τάφου και του πατρός Πορφυρόυ που έφθασε, κατά το παρελθόν, τρεις φορές μέχρι το σημείο αυτό. Ο πατέρας Πορφύριος τόν ενθάρρυνε, αναφέροντάς του περιστατικά από ανάλογες δικές του εμπειρίες κι ο πνευματικός μου μόλις που μπορούσε να απαντά μονολεκτικά, κάτω από τους φοβερούς πόνους του. Ο “καθηγητής” τής αγιοπνευματικής ζωής, που σταυρώθηκε πολλές φορές, στήριζε το “δάσκαλο”, στις πιο δύσκολες ώρες τού σταυρού του. Ο πατέρας Πορφύριος άφησε ανοικτή την τηλεφωνική συσκευή και άκουσα όλη τη συνομιλία γονατιστός και δακρυσμένος.
Όταν τελείωσε, ο πατέρας Πορφύριος στράφηκε σε μένα και είπε: “Τί θαύμα ήταν αυτό; Ο πνευματικός σου ήταν δίπλα μου. Τον είδες;”. “Όχι, Γέροντα.”, του απήντησα, “Δεν τον είδα.”. Κι ο πατέρας Πορφύριος συνέχισε: “Είναι μεγάλο θαύμα. Τα σ’ωματα μακριά, οι ψυχές μαζί! Του τηλεφωνώ τακτικά και τη μέρα και τη νύκτα, ιδιαίτερα όταν βλέπω ότι πονά πολύ. Συμφωνήσαμε να προσευχόμαστε μαζί τις ίδιες ώρες. Θέλω να του μιλώ, όταν πονά πολύ. Αυτό κάνει πολύ καλό. Αλλά τον κουράζουν οι επισκέπτες κι αυτόν κι εμένα. Τον καταλαβαίνω πολύ, τα έχω περάσει κι εγώ. Καλά κάνανε και δεν τον ανοίξανε. Έτσι να τον αφήσουν, όσο τον κρατήσειο Θεός.”. Με απεγνωσμένη ελπίδα, τον ρώτησα: “Γέροντα, αν θέλει ο Θεός, έστω και τώρα, δεν μπορεί να γίνει θαύμα και να ζήσει;”. Ο Γέροντας απήντησε: “Αν θέλει ο Θεός, όλα γίνονται.”. Αλλά ο Θεός δεν θέλησε ή, μάλλον, θέλησε διαφορετικά, κατά την πανσοφία της αγάπης Του. Σε λίγες μέρες τον πήρε στον ουρανό.
[Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στον Γέροντα Πορφύριο, Αθήναι 1995, σελ. 166-8]