Κάποιο απόγευμα βρισκόμουν στα καλλίσια με τον τον Γέροντα, που είχε πληροφορηθεί ότι έφθασε στην Αθήνα για ομιλία αγιορείτης Ηγούμενος Μονής. Μου είπε, πως πολύ θέλει να αναπνεύσει αγιορείτικο αέρα, εννοώντας ομιλία γιορείτικη. Με φιλικό αυτοκίνητο κατεβήκαμε στον Άγιο Νικόλαο, επί της οδού Ασκληπιού. Η αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη, κυρίως από φοιτητές και φοιτήτριες. Πρώτος μίλησε ένας θεολόγος, που ανέπτυξε, αρκετά καλά, πατερικές θέσεις πάνω σε σύγχρονα προβλήματα. Κατόπιν δόθηκε ο λόγος στον αγιορείτη Ηγούμενο, ο οποίος ανέβασε κατακόρυφα την πνευματική ατμόσφαιρα.
Όταν τελείωσε, ένας φοιτητής είχε την έμπνευση να παρακαλέσει να τους πει δύο λόγια ο π. Πορφύριος, που τον διέκρινε να κάθεται σκυφτός σε μια γωνιά. Πολλοί επιδοκίμασαν την πρόταση. Ο π. Πορφύριος φάνηκε θορυβημένος, είπε ότι δεν μιλά σε δημόσιες συγκεντρώσεις, αλλά προ της “φωνής του λαού” αναγκάσθηκε να πει, με ασθενική φωνή που μόλις ακουγόταν: “Εγώ δεν μιλώ, μόνο παρακαλώ τον Θεό να φωτίσει τον υποτακτικό μου εννοώντας τον Ηγούμενο) να τα πει καλά”. Τα παιδιά όμως δεν αρκέσθηκαν σ’ αυτό· ζητούσαν ν’ ακούσουν περισσότερα.
Τότε ο π. Πορφύριος ρώτησε: “Τί θέλετε να σας πω;”. Τα παιδιά απάντησαν: “Πώς θα μπορέσουμε να ζήσουμε σήμερα στην αληθινή χριστιανική ζωή;”. Και ο π. Πορφύριος άρχισε βα μιλά αργά: “Πολλοί λένεότι η χριστιανική ζωή είναι δυσάρεστη και δύσκολη· εγώ λέω ότι ευχάριστη και εύκολη, αλλά απαιτεί δύο προϋποθέσεις: Ταπείνωση και αγάπη”. Τα παιδιά – που πολλά απ’ αυτά κρατούσαν σημειώσεις – ρώτησαν: “Πώς θα μπορέσεουμε, Γέροντα, να αποκτήσουμε ταπείνωση και αγάπη;”.
Τότεο Γέροντας απάντησε “εν παραβολαίς”, μ’ εκείνη την αμίμητη αφηγηματική του χάρη:
“Θα σας πω, παιδιά, μια ιστορία:
Ήταν κάποτε μια βοσκοπούλα, που ζούσε στο βουνό και έβοσκε πρόβατα. Όλη την ημέρα κοπίαζε να βοσκήσει καλά τα πρόβατα, να τα ποτίσει, να τα φυλάξει από τα αγρίμια και το βράδυ να τα φέρει πίσω στο μαντρί, να τα αρμέξει και να τα τακτοποιήσει. Κι όταν προχωρούσε η νύχτα και οι γονείς της κοιμόνταν, αυτη αν και κατάκοπη, πηδούσε κρυφά τον φράχτη του μαντριού κι έτρεχε μέσα στο σκοτάδι, ανάμεσα στα βράχια, από αγκάθια, κι έφθανε στην αντικρινή ράχη, για να συναντήσει ένα βοσκόπουλο που αγαπουσέ. Κι όταν το συναντούσε, ήταν πολύ χαρούμενη, παρά τους κόπους και τις θυσίες της· και μάλιστα, επειδή η συνάντηση με τον αγαπητικό της της κόστιζε κόπους και θυσίες, ήταν πιο χαρούμενη. Να με συμπαθάτε, που καλόγερος εγώ, σας μιλώ για αγαπητικούς, αλλά το κάνω για να με καταλάβετε καλύτερα τι θέλω να πω. Έτσι και η ψυχή πρέπει να έχειτον αγαπητικό της τον Χριστό, για να είναι ευχαριστημένη, όπως και η βοσκοπούλα που ερωτεύθηκε το βοσκόπουλο. Και τί είναι οι ανθρώπινοι έρωτες μπροστά στο θείο έρωτα; Περαστικοί και απατηλοί· ενώ ο θείος έρωτας είναι αιώνιος και αληθινός. Η ψυχή που είναι ερωτευμένη με τον Χριστό είναι πάντα χαρούμενη και ευτυχισμένη, ο,τιδήποτε κι αν της συμβεί, όσους κόπους και θυσίες κι αν της κοστίσει ο θείος έρωτάς της. Και μάλιστα, όσο πιο πολύ κοπιάζει και θυσιάζεται χάριν τού αγαπημένου της Χριστού, τόσο πιο πολύ ευτυχισμένη αισθάνεται. Η ψυχή ερωτεύεται τον Χριστό όταν γνωρίζει και εφαρμόζει τις εντολές Του. Όταν η ψυχή ερωτευθεί τον Χριστό, αγαπά και τους ανθρώπους, δεν μπορεί να τους μισήσει. Στην ψυχή που είναι ερωτευμένη με τον Χριστό δεν μπορεί να μπει ο διάβολος. Όπως τώρα σ’ αυτή την αίθουσα, που βρισκόμαστε: Ας πούμε ότι είμαστε όλοι καλοί. Αν, κάποια στιγμή, εμφανισθούν στην πόρτα μερικοί κακοί άνθρωποι και θελήσουν ν αμπουν μέσα, δεν θα μπορέσουν, γιατί η αίθουσα ειναι γεμάτη από μας. Έτσι και στην ψυχή, που όλος ο χώρος είναι κατειλημμένος από τον Χριστό, δεν μπορεί να μπει και να κατοικήσει ο διάβολος, όσο κι αν προσπαθήσει, διότι δεν χωράει, δεν υπάρχει κενή θέση γι’ αυτόν. Μ’ αυτό τον τρόπο θα μπορέσουμε να ζήσουμε την αληθινή χριστιανική ζωή”.
Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν με την απλή, μα υποβλητική διδασκαλία του Γέροντα. Μερικές ημέρες αργότερα, βρισκόμουν και πάλι κοντά στον Γέροντα, στα Καλλίσια. Του είπα, μεταξύ άλλων, για το πόσο ευχαριστήθηκαν τα παιδιά με εκείνη τη διδασκαλία του για τη βοσκοπούλα, αλλά και όσοι άλλοι την άκουσαν από διηγήσεις τρίτων. Ο Γέροντας χάρηκε και είπε: “Ε, που να πάρει η ευχή τα παιδιά, μωρέ· εγώ δεν μιλάω σε αίθουσες, σε κόσμο. Αυτά με ανάγκασαν. Ξέρεις αυτή η βοσκοπούλα ερχόταν σε μένα και εξομολογείτο. Έτσι γινόταν, όπως τα είπα.
“Γέροντα”, του είπα, “ώστε είναι αληθινή αυτή η ιστορία με τη βοσκοπούλα;”.
“Ναι, είναι αληθινή”.
Μου έκανε εντύπωση το πόσο πετυχημένα ο Γέροντας χρησιμοποιούσε, παραβολικά, περιστατικά της καθημερινής ζωής, για να κάνει μ’ αυτά, αντιληπτές τις αναγωγές του στη ζωή της αιωνιότητος.
Ο Γέροντας μιλώντας, για το θείο έρωτα και για την αγάπη στον άνθρωπο, είχε τη διάκριση να αποφεύγει την αιρετική απομόνωσή τους. Δεν μιλούσε μόνο για θείο έρωτα ή μόνο για ανθρώπινη αγάπη, γιατί στην πρώτη περίπτωση θα φθάναμε στην αποπνευματοποιημένη αποξένωση από τον άνθρωπο, και τελικά από τον Θεό, και στη δεύτερη στην πυμανιστική αποξένωση από τον Θεό και τελικά από τον άνθρωπο. Ο Γέροντας πάντοτε προέβαλε την ορθόδοξη σύνθεση τους, με τη μορφή της κάθετης και οριζόντιας, σταυρικής διάστασης, της αγάπης μέσα στο σώμα της Εκκλησίας. Και αυτό το έκανε όχι κηρυκτικά και αφηρημένα, αλλά διαλεκτικά και συγκεκριμένα, μέσα από επίκαιρα γεγονότα της προσωπικής ζωής τού καθενός.
[Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντα στον Γέροντα Πορφύριο, Αθήναι 1995, σελ. 42-6]