Στις τέσσερις η ώρα χτύπησαν οι καμπάνες. Ο Γερο-Δήμας μόλις άκουσε τις καμπάνες, έκανες μερικές μετάνοιες και σταμάτησε να προσεύχεται. Κάθισε στο πεζούλι -νομίζω πως είναι κτιστό το πεζούλι στον πρόναο- κι έρχεται ο μακαρούδας -έτσι τον έλεγαν τον Μακάριο χαϊδευτικά. Ήταν γρήγορος και γλυκομίλητος. Αγγελούδι ήταν, Τί ωραία που άναβε τα καντήλια! Τί ωραία που άναβε τον πολυέλαιο! Τί ωραία πάλι που τα έσβηνε ενα ένα! Τί ωραία που έκανε τις μετάνοιες! Ζητούσε συγγνώμη δεξιά-αριστερά, για να πάρει τα βιβλία να κανοναρχήσει. Πω, πω, πώ τον αγαπούσα! Άξιζε, γιατί είχε χάρι Θεού.
Λοιπόν, μπήκε μέσα ο Μακάριος, ο Μακαρούδας, στον κυρίως ναό. Πίσω του άνοιξε την πόρτα ο Γερο-Δημάς και μπήκε κι αυτός μέσα. Στάθηκε λίγο να τακτοποιηθεί στο σημάδι του για την ακολουθία, νομίζοντας πως κανείς δεν τον είχε δει. Κι εγώ χάθηκα μέσα απ’ τη σκιά της σκάλας και κρυφά και δειλά μπηκά μες στον κυρίως ναό. Επήγα κι επροσκύνησα την Αγία Τριάδα. Μετά εγύρισα και στάθηκα παράμερα. Στο “Μετά φόβου Θεοῦ…” πολλοί πατέρες κοινώνησαν. Έβαλα κι εγώ μετάνοια και μετέλαβα, μου ήλθε μία χαρά υπερβολική, ένας ενθουσιασμός.
Μετά την ακολουθία έφυγα στο δάσος μόνος μου, γεμάτος χαρά κι αγαλλίαση. Τρέλα! Νοερώς έλεγα την Ευχαριστία πηγαίνοντας για την καλυβα. Με πάθος έτρεχα μες στο δάσος, πηδούσα απ’ τη χαρά μου, άνοιγα σ’ έκταση τα χέρια μ’ ενθουσιασμό, δυνατά και φώναζα: “Δόξα Σοι ὁ Θεοοός! Δόξα Σοι ὁ Θεοοός!“. Ναι, τα χέρια μου μείνανε ξερά, γίνανε κόκκαλο, ξυλό, κι ανοιγμένα ίσια σχημάτιζαν με το σώμα σταυρό. Δηλαδή, αν με έβλεπες απ’ το πίσω μέρος, θα έβλεπες ένα σταυρό. Το κεφάλι μου σηκωμένο προς τον ουρανό, το στέρνο ετέντωνε με τα χέρια να φύγει για τον ουρανό. Το μέρος που είναι η καρδιά επήγαινε να πετάξει. Αυτό που σας λέω είναι αλήθεια, το είχε πάθει. Πόση ώρα ήμουν σ’ αυτή την κατάσταση δεν ξέρω. Όταν συνήλθα, έτσι όπως ήμουν, κατέβασα τα χεράκια μου και σιωπηλός με δάκρυα προχώρησα πάλι με βρεγμένα τα μάτια μου.
Έφθασα στο κελλί. Δεν εκολάτσισα κατά τη συνήθειά μου. Να μιλήσω δεν μπορούσα. Πήγα στην εκκλησία, αλλά, όπως συνήθιζα να ψάλλω διάφορα κατανυκτικά, δεν έψαλλα. Κάθισα στο στασίδι κι έλεγα το “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”. Συνέχιζε αυτή η κατάσταση, αλλά πιο ήρεμα. Μ’ έπνιγε η συγκίνηση. Αναλύθηκα σε δάκρυα. Έφευγαν αβίαστα απ’ τα μάτια μου, μόνα τους. Δεν τα ήθελα, αλλά ήταν συγκίνηση για την επίσκεψη του Θεού. Δεν σταμάτησαν ως το βράδυ. Δεν μπορούσα να ψάλλω, να σκέπτομαι, να μιλώ. Κι αν βρισκόταν άλλος έκει, δεν θα του μιλούσα. Θα έφευγα, να είμαι μόνος.
Ένα είναι βέβαιο. Ο Γερο-Δημάς μού μετέδωσε το χάρισμα της ευχής και το διορατικό, την ώρα που ο ίδιος προσευχόταν στο νάρθηκα της Αγίας Τριάδος, του Καθολικού των Καυσοκαλυβίων. Αυτό που έπαθα, ποτέ δεν το είχα σκεφθεί, ούτε ποτέ επιθυμίσει, ούτε το περίμενα. Οι Γέροντες δεν μου είχαν μιλήσει ποτέ γι’ αυτά τα χαρίσματα. Αυτή την παράδοση είχαν. Δεν με δίδασκαν με λόγια. Μόνο με τη στάση τους. Διαβάζοντας τους βίους των αγίων και των οσίων, έβλεπα τα χαρίσματα που τους έδιδε ο Θεός. Οι Πατέρες δεν έκαναν εκβιασμούς, δεν ζητούσαν σημεία, δεν ζητούσαν χαρίσματα. Εγώ δεν είπα ποτέ μου -πιστέψτε με- να έπαιρνα κάποιο χάρισμα απ’τον Θεό. Ποτέ δεν το σκέφθηκα. Κι αυτό που ποτέ δεν σκέφθηκα παρουσιάσθηκε ξαφνικά κι εγώ ποτέ δεν του έδωσα σημασία.
Κατά το απογευματάκι της ίδιας ημέρας εβγήκα από την εκκλησία. Κάθισα στο πεζούλι και κοίταζα κατά τη θάλασσα. Πλησίαζε η ώρα που συνήθως ερχόντουσαν οι Γέροντές μου. Εκεί που κοίταζα μήπως έλθουν, τους είδα να προβάλλουν. Τους είδα να κατεβαίνουν κάτι μαρμάρινα σκαλιά. Αυτός όμως ο τόπος ήταν μακρινός, δεν έπρεπε κανονικά να τον βλέπω. Τους είδα με την χάρι του Θεού. Ενθουσιάσθηκα. Ήταν η πρώτη φορά που μου συνέβηκε αυτό. Πετάγομαι έξω, τρέχω και τους φθάνω. Παίρνω τα δισάκια.
– Πώς το ήξερες ότι ερχόμαστε; λέει ο Γέροντας.
Εγώ δεν μίλησα. Όταν εφθάσαμε όμως στο κελλί, πλησιάζω τον μεγάλο Γέροντα, τον πατέρα Παντελεήμονα, μυστικά και κρυφά απ’ τον παπα – Ιωαννίκιο, και του λέω:
– Γέροντα, δεν ξέρω πως να σου το εξηγήσω. Ενώ ήσασταν πίσω απ’ το βουνό, εγώ σας είδα φορτωμένους κι έτρεξα. Το βουνό ήταν σαν τζάμι κι έβλεπα πίσω.
– Καλά, καλά, λέει ο Γέροντας, μη δίνεις σημασία σ’ αυτά, ούτε να το πεις πουθενά, γιατί ο πονηρός παρακολουθεί.
[Βίος και Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σελ. 81]