Παρέμενε, σε κάθε περίπτωση, ο ειρηνικός, ο μειλίχιος πατέρας, επιεικής και ανεκτικός στις πτώσεις των ανθρώπων, διότι κατείχε τα μυστικά τού πνευματικού αγώνος. Δεν παγιδευόταν από τους παραπλανητικούς ελιγμούς τού διαβόλου, οποίος, ως πρώτος διδάξας, εφήρμοζε, με εκσυγχρονισμένες παραλλαγές, τη μέθοδο τού “διαιρεί και βασίλευε”.
Ο Γέροντας δε φατρίαζε, δεν ξεχώριζε τον εαυτό του από τους αμαρτωλούς, αισθανόταν οργανικά ενωμένος με όλους τουςχριστιανούς, μέσα στο ενιαίο σώμα της Εκκλησίας. Ζούσε το αποστολικό “τίς ἀσθενεῖ καί οὐκ ἀσθενῶ; τίς σκανδαλίζεται καί οὐκ ἐγώ πυροῦμαι;”. ‘
Οσο αποστρεφόταν την αμαρτία, άλλο τόσο αγαπούσε, αδιακρίτως, όλους τους αμαρτωλούς. Εκείνοι μερικές φορές τον πολεμούσαν, με παρότρυνση του διαβόλου, κι αυτός προσπαθούσε να συμπαραταχθεί μαζί τους, στον κοινό πόλεμο των χριστιανών κατά του πονηρού. Ακολουθούσε τη συμβουλή του Ιερού Χρυσοστόμου: “Μή μετ’ ἐκείνου (του διαβόλου) κατ’ ἀλλήλων ἱστάμενοι, ἀλλά μετ’ ἀλλήλων κατ’ ἐκείνου παρατασσόμενοι”.
[Κ. Γιαννιτσιώτη, κοντά στο Γέροντα Πορφύριο, Αθήναι 1995, σελ. 390]