Ο Γέροντας στο σοβαρό, αλλά και λεπτό θέμα των σχέσεων των δύο φίλων, ήταν πατερικά διακριτικός. Δεν μπορούσε κανείς να του προσδώσει το συμβατικό χαρακτηριστικό τού αυστηρού ή του επιεική, διότι απλά ήταν σωστός.
Βρισκόταν έξω και πάνω, τόσο από τη δαιμονολογία της σεξοκεντρικής ηθικής των “αυστηρών”, όσο και από τον αγγελισμό του ερωτικού εξαγνισμού των “επιεικών”. Ακολουθούσε τον ίσιο δρόμο του Χριστου, όπως προκύπτει από την Αγία Γραφή και ορθόδοξη πατερική παράδοση.
Επισκέπτονταν το κελί του ψυχές καταπτοημένες από τα φόβητρα των “διστακτικών” συντηρητικών, αλλά και ψυχές τσακισμένες από τις εμπειρίες των “τολμηρών” νεωτεριστών. Όλες τις περιέβαλλε με την ίδια αγάπη και για όλες είχε το κατάλληλο φάρμακο.
Σεβόμενος την ιδιαιτερότητα κάθε ψυχής, της άνοιγε το δρόμο τής αυτογνωσίας, της μετανοίας, της καθάρσεως και, στη συνέχια, της ήρεμης και εκούσιας επιλογής μεταξύ τής συζυγικής αγάπης τού ευλογημένου γάμου ή τού θείου έρωτος της εν Χριστώ παρθενίας και αφιερώσεως.
[Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στο Γέροντα Πορφύριο, Αθηναι 1995, σελ. 351π.]