
Κάθε φορά που τον έβλεπα, χρησιμοποιούσα ένα ξεχωριστό τρόπο μαζί του. Έβαζα το κεφάλι μου πάνω στα γόνατά του και χωρίς να του μιλώ στην αρχή καθόλου, προσευχόμουνα νοερά γι’ αυτόν, για τους δικούς μου και για όλους μας γενικά και παρέμενα σ’ αυτή τη στάση για αρκετά λεπτά της ώρας. Αυτός με τη σειρά του, με τα δυο του χέρια και με το πετραχήλι σ’ αυτά, μου τύλιγε το κεφάλι μου, μού το έσφιγγε και προσευχόταν για αρκετά λεπτά της ώρας μαζί μου. Πολλές φορές αισθανόμουν την αναπνοή του πολύ έντοντα, καθώς και τους κτύπους της καρδιάς του. Αν καμιά φορά είχα και πονοκεφάλους ή κάτι άλλο, όλα μου έφευγαν και όταν τελείωνα και την εξομολόγησή μου μαζί του και έφευγα, νομιζα ότι είχα πάρει τη μεγαλύτερη ευλογία. Όπως γεμίζει μια μπαταρία με ρεύμα, μου φαινόταν πως ήμουν φορτωμένος από ευλογία καθώς οδηγούσα επιστρέφοντας στο σπίτι μου.
Μια φορά ρώτησα τον Παππούλη και του είπα:
– Γιατί Παππούλη, μού πιάνεις έτσι το κεφάλι μου με τα χέρια σου;
Μου είπε το εξής:
– Να! παιδί μου, όπως προσεύχεσαι εσύ, προσεύχομαι κι εγώ, και παίρνω την ψυχή σου κρατώντας το κεφάλι σου και την παρουσιάζω στο Χριστό μας και του ζητώ να σε ελεήσει, να σε βοηθήσει, να σε φωτίσει και να σου δώσει ό,τι άλλο έχεις ανάγκη, και σε σένα και στην οικογένειά σου.
[Α. Σ. Τζαβάρα, Αναμνήσεις από τον Γέροντα Πορφύριο, Αθήναι 2001, σελ. 131]