Ένας αδελφός έκανε πολλή και καθαρή προσευχή. Όμως μου παραπονιόταν συνεχώς που ο Παππούλης μας μια μέρα τον σταμάτησε σ’ αυτό το είδος προσευχής που έκανε και του είπε ν’ ασχοληθεί με τις τυπικές προσευχές που κάνουμε μέσα από τα βιβλία τής Εκκλησίας μας.
Του επέτρεψε όμως να ασχολείται με τη νοερά προσευχή μόνο δέκα λεπτα την ημέρα.
Μετά από επτά ή οκτώ χρόνια από τότε, καθώς μετέφερε μια μέρα τον Παππούλη από τα Καλλίσια στην Αθήνα με το αυτοκίνητό του, στο δρόμο καθώς πήγαινε, είδε ο Γέροντας να ανηφορίζει μια γυναίκα και του είπε να σταματήσει. Τότε ο Παππούλης τής έπιασε συζήτηση και άρχισε να τη ρωτάει για τον πατέρα της, ο οποίος είχε γίνει μοναχός, πως τα πάει εκεί και σε τι κατάσταση βρίσκεται.
Αφού τελείωσε τη συζήτηση μαζί της, του είπε:
– Ξέρεις, ο πονηρός, από την πολλή προσευχή που έκανε ο πατέρας της, που είναι μοναχός, του έφερνε πολλή ηδονή και του δημιουργούσε διάφορες άλλες αισθησιακές καταστάσεις.
Θυμάσαι προ ετών που σου είχα πει να σταματήσεις την προσευχή;
Ε! Τότε προσπαθούσε να κάνει και σε σένα το ίδιο.
Ύστερα απ’ αυτό που του είπε ο Παππούλης, ένιωσε ευχαρίστηση ο αδελφός και σταμάτησε να μου παραπονιέται.
[Α. Σ. Τζαβάρα, Αναμνήσεις από τον Γέροντα Πορφύριο, Αθήναι 2001, σελ. 128]