Ήταν μια μέρα βροχερή. Όταν σταμάτησε η βροχή, βλέπομε από το εργαστήρι που εργαζόμασταν πολλούς πατέρες από άλλα κελλιά να πηγαίνουν κατά τον Άγιο Νήφωνα, να μαζέψουν σαλιγκάρια. Ο παπα – Ιωαννίκιος έβλεπε τους πατέρες που περνούσανε και στενοχωριότανε. Ήθελε να πάω να μαζέψω κι εγώ. Του λέω:
– Ο Γέροντας μού είπε να μην πάω. Ξεκίνησα και με γύρισε πίσω. Άμα όμως θέλεις να πάω, εγώ θα κάνω υπακοή και θα πάω.
Τότε κι εκείνος μου λέει:
– Πήγαινε. Σήμερα έχει πολλά σαλιγκάρια.
Ε, κι εγώ αρπάζω τον τουρβά και τρέχω. Στην αρχή δεν έτρεχα, για να μη με δούνε οι Γέροντές μου. Μετά που ξεμάκρυνα, τό ‘βαλα στο τρέξιμο. Έφθασα ψηλά, σε κάτι απότομα βράχια, που δεν πήγαιναν ούτε αγριογούρουνα, διότι τα αγριογούρουνα, όταν βρέξει, μαζεύονται όλα μαζί και τρέχουν να φάνε σαλιγκάρια. τρεις ώρες μάζευα. Μάζεψα πολλά, τον γέμισα τον τουρβά. ήμουνα καταϊδρωμένος και καθώς κατηφόριζα – ήταν απόγευμα κι είχε δροσίσει η ατμόσφαιρα – με πάγωσε ένας παγωμένος αέρας, που κατέβαινε απ’ τον Άθω στη θάλασσα. Ο τουρβάς στον ώμα μούσκεψε και πάγωσε όλή η πλάτη μου απ’ τα σάλια των σαλιγκαριών.
Καθώς κατέβαινα μέσα από δύσβατα μέρη, έπρεπε να περάσω μία σάρα – σάρες είναι τα άγρια μέρη που έχουν λιανολίθαρα. Όταν έφθασα στα μισά, άρχισε η σάρα ολόκληρη να φεύγει σαν ποταμός από την κορυφή τού βουνού και να παρασέρνει πέτρες, βράχια και άλλα. Το πλάτος ήταν περίπου δεκπέντε – είκοσι μέτρα. Τα πόδια μου βυθίστηκαν μέχρι το γόνατο. Αδύνατον να προχωρήσω. Φορτωμένος όπως ήμουνα, με κίνδυνο να σκοτωθώ, φώναξα: “Παναγίτσα μου!”. Στη στιγμή πετάχθηκα από μία απόρατη δύναμη είκοσι μέτρα πιο πέρα, στην απέναντι πλευρά της χαράδρας πάνω σε κάτι μεγάλα βράχια, έτοιμα κι αυτά να κυλήσουν προς τα κάτω. Την ίδια στιγμή από κάτω περνούσαν οι πατέρες, που επ΄στρεφαν από τον Άγιο Νήφωνα κι εκείνοι με τα σαλιγκάρια. Είδαν τη σάρα, όλο το κακό, κι άρχισαν να φωνάζουν: ¨Εεε! μήπως ήταν κανείς εκεί;”. Εγώ βράθηκα μακριά από τον κίνδυνο, χωρίς να πάθω τίποτα. Μόνο τα παπούτσια μου, τα τσαρούχια μου δηλαδή, έμειναν στη σάρα και τα πόδια μου ήταν γεμάτα αίματα. Οι πατέρες φωνάζανε πάλι, αλλά εγώ δεν μιλούσα. Ήθελα να μιλήσω, αλλά δεν μπορούσα. Είχα πάθει φοβία. Τους άκουγα, αλλά δεν αποκρινόμουν. Ο τουρβάς, απείρακτος στην πλάτη μου, θα ήταν πάνω από ογδόντα οκάδες. Όταν συνήλθα, άρχισα να σκαρφαλώνω στον ένα βράχο, στον άλλο, μέχρι που έφθασα κάτω. Μόλις κατέβηκα κάτω, άλλος κίνδυνος. Βλέπω ένα φίδι, που το λένε γαλατά. Πολύ τρόμαξα…
Ο Θεός με γλίτωσε. Έφθασα στο κελλί κατατρομαγμένος. Έπεσα κάτω. Διηγήθηκα στους Γέροντες όσα μου συνέβησαν. Είχα πάθει τρόμο. Διηγήθηκα για τη σάρα, για τα παπούτσια μου που χαθήκανε, για τα πόδια μου τα γεμέτα αίματα, για το φίδι. Ο Γέροντας πολύ στενοχωρέθηκε και τιμώρησε τον παπα – Ιωαννίκιο. Του έβαλε κανόνα να μη λειτουργήσει για πολλούς μήνες κι εκείνος έκλαιγε για όσα συνέβησαν.
[Βίος και Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σελ. 91]