Θα σας διηγηθώ μερικά παραδείγματα, για να καταλάβετε ότι ο Θεός στους αξίους Του με τρόπο απλό και φυσικό κάνει μεγάλες αποκαλύψεις. Αποκαλύπτει γεγονότα τού παρελθόντος, τού παρόνταος και τι θα γίνει στο μέλλον. Τους αποκαλύπτει το βάθος της ψυχής των ανθρώπων, τους πόνους και τις χαρές τους, τις αμαρτίες και τα χαρίσματά τους, τις σωματικές και ψυχικές ασθένειές τους, το χρόνο και τον τρόπο τού θανάτου τους. Ακούστε με.

“Πάνω, ψηλά στο Σινά, είναι πολλά ασκητήρια. Εκεί, λοιπόν, κατοικούσε κάποτε ένας γέροντας με τον υποτακτικό του. Ο γέροντας ήταν εκατό χτονών. Είχε πληροφορία ότι θα αποθάνει. Πιο κάτω, σε μία κατωφέρεια, υπήρχε λίγο χώμα. Λέγει, λοιπόν, στον υποτακτικό του:

– Να μου σκάψεις το λάκκο μου, γιατί θα αποθάνω. Σε λίγο θα σε φωνάξω.

Ο υποτακτικός υπάκουσε αμέσως κι έσκαψε το λάκκο. Ο γέροντας έκανε προσευχή. Σε λίγο φωνάζει:

– Έλα, Παφνούτιε παιδί μου, πιάσε με από το χέρι να με πάεις στον τάφο, γιατί όταν πεθάνω, πως θα με κατεβάσεις μόνος σου εκεί κάτω; Έλα, πιάσε με από το χέρι.

Και σιγά σιγά με το μπαστουνάκι και με την βοήθεια τού υποτακτικού κατεβήκανε την κατηφόρα. Εφθάσανε στον τάφο και του λέγει:

– Κράτα με , κράτα με!

Και με τη βοήθειά του μπήκε στον τάφο, αφού προηγουμένως, χαιρετιστήκανε, φιληθήκανε. Μπήκε μες στον τάφο, ξαπλώθηκε, έκλεισε τα μάτια του και προσευχόμενος παρέδωσε το πνεύμα.”

Είδατε; Φαίνονται απίστευτα. Κι όμως, έτσι γίνανε!

Πολλοί άγιοι αξιώθηκαν από τον Θεό να μεταφέρονται σε άλλους τόπους κατά την επιθυμία τους και να πηγαίνουν εκεί “εἴτε ἐν σώματι, εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος” και να γίνονται ορατοί και από άλλους.

“Κάποια φορά ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής του Σινά, πατήρ Γεώργιος, ήταν άρρωστος. Είχε, όμως, την επιθυμία να πάει να μεταλάβει από τον Πατριάρχη στα Ιεροσόλυμα. Εκείνη τη στιγμή στο κελλί του στο Σινά πήγανε οι υποτακτικοί του και τον ρώτησαν αν θα μπορέσει να έλθει στην εκκλησία.

– Όχι, τους λέει, δεν θα έλθω.

Μόλις εφύγανε, ο Γέροντας έμεινε μόνος σωματικώς, ενώ πνευματικώς, με το νου του, πήγε στον Ιερό Ναό της Αναστάσεως των Ιεροσολύμων και παρακολουθούσε εκεί την Λειτουργία. Είδε τον Πατριάρχη να μπαίνει στο Ιερό. Αλλά και όλοι εκεί οι ιερείς, οι διάκονοι, οι αρχιερείς είδαν τον ηγούμενο την ώρα της Θείας Λειτουργίας και την ώρα της Θείας Μεταλήψεως τού εφόρεσαν επιτραχήλιο. Προσήλθε στην Αγία Τράπεζα και από τα χερια τού Πατριάρχου επήρε τα άχραντα Μυστήρια. Όταν τελείωσε η Θεία Μετάληψη, επήγανε όλοι οι ιερείς στον ιερό νιπτήρα και πλύνανε τα χέρια τους. Επέρασε και ο πατήρ Γεώργιος δίπλα στον Πατριάρχη, ο οποίος του λέει:

– Το μεσημέρι σε περιμένω στο τραπέζι.

Ο πατήρ Γεώργιος δεν μίλησε, αλλά του έκανε μία υπόκλιση.

Εν τω μεταξύ στο Σινά, μετά την Θεία Λειτουργία, μπήκαν στο κελλί του ο διάκος και ο παπάς μ’ ένα μοναχό, που κρατούσε τη λαμπάδα και το θυμιατό, και τον μεταλάβανε.

Στα ιεροσόλυμα, όταν ήλθε η ώρα να φάνε, ο Πατριάρχης περίμενε τον πατέρα Γεώργιο. Πέρασε η ώρα, δεν μπόρεσαν να περιμένουν άλλο και βάλανε να φάνε. Ο Πατριάρχης στενοχωρήθηκε πολύ κι έστειλε στο Σινά τρεις αδελφούς από τα Ιεροσόλυμα, για να δούνε γιατί τον παράκουσε κι έφυγε, ενώ ήταν τόσο γνωστός για την υπακοή του. Έφθασαν, λοιπόν, οι απεσταλμένοι τού Πατριάρχη και μόλις μπήκανε μέσα στο μοναστήρι, λένε:

– Είχε έλθει ο Γέροντάς σας κάτω στα Ιεροσόλυμα και μετέλαβε στο ναό της Αναστάσεως. Τον είδαμε όλοι εκεί και ο Πατριάρχης τού είπε να καθίσει στην τράπεζα. Εκείνος όμως έφυγε. Αυτό στενοχώρησε πολύ τον Πατριάρχη· τον παρεξήγησε και μας ανέθεσε να τον μαλώσουμε γι’ αυτή του την παρακοή.

Οι αδελφοί της μονής τα χάσανε.

– Τί λέτε; τους λένε. Ο Γέροντάς μας έχει να βγει απ’ το μοναστήρι πενήντα χρόνια! Λάθος κάνετε.

– Όχι, τους λένε, τον είδαμε όλοι.

– Για να σας αποδείξουμε την αλήθεια, ελάτε, λοιπόν, να σας πάμε στον Γέροντα.

Τους επήγανε και, μόλις τον αντίκρισαν, του κάνανε τα παράπονα του Πατριάρχη. Εκείνος δεν μίλησε, σε λίγο, όμως, τους είπε:

– Να πείτε στον Μακαριώτατο να με συγχωρέσει κι ακόμη να του δώσετε ένα χαρμόσυνο μήνυμα: ο Θεός μού απεκάλυψε πως σε έξι μήνες θα σμίξουμε· γι’ αυτό να ετοιμασθεί.”

Βλέπετε, ο ηγούμενος τους Σινά πήγε στα Ιεροσόλυμα, χωρίς ο ίδιος να ξέρει αν ήταν ἐν σώματι εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος, αλλά πάντως τον είδατε που πήγε.

Πολλοί άγιοί μας, επίσης, συνεννούντο από μακριά και συμπροσηύχοντο. Όλα γίνονται με την χάρι του Θεού. Με την χάρι του Θεού δεν υπάρχουν αποστάσεις. Να με συγχωρέσει ο Θεός που θα το πω, αλλά παλιά μ’ έναν ιερομόναχο από το Μοναστήρι του Αγίου Χαραλάμπους στην Εύβοια, τον πατέρα Παύλο, συνεννοούμεθα πολλές φορές από μακριά. Θα σας πω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.

“Όταν είχα πάει εκεί, μετά το Άγιον Όρος, είχα ένα σοβαρό πρόβλημα. Λόγω της υγείας μου -είχα γυρίσει, όπως σας έχω πει, απ’ το Άγιον Όρος πολύ άρρωστος- έπρεπε να τρώω κανένα αυγό, λίγο γάλα. Δεν έπρεπε να φάω φασόλια, φακές κ.λ.π. Εκεί κυρίως ετρώγανε φασόλια, κουκιά, ρεβίθια. Εμένα η υγεία μου δεν μου επέτρεπε να μένω με άλλους αδελφούς και να τους σκανδαλίζω. Έτσι το αισθανόμουνα εγώ. Ντρεπόμουνα, όμως, να το πω και σκεπτόμουνα να φύγα από το μοναστήρι. Μια μέρα εκάθισα κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, που το ονομάζουνε αλεό. Με είχαν συνεπάρει αυτές οι σκέψεις τής γης, οπότε ξεπροβάλλει μπροστά μου ο πατήρ Παύλος, κρατώντας ένα μεγάλο βιβλίο. Ήταν η Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Είχε πάει βαθιά στα δέντρα, στο δάσος, και διάβαζε. Ξαφνικά σηκώνεται, έρχεται σ’ εμένα, πλησιάζει και μου λέγει:

– Τί κάνεις, πάτερ Πορφύριε; Ξέρεις τί σκέφθηκα; Γνωρίζω το πρόβλημά σου, ότι είσαι άρρωστος και υποφέρεις απ’ το σομάχι σου, γιατί δεν χωνεύει τα φαγητά που τρώμα στο μοναστήρι. Λοιπόν, σκέφθηκα να σου δίνουμε και γάλα και αυγά. Δικαιολογείσαι, εφόσον είσαι άρρωστος, να κάνεις κάποια δίαιτα.

Τον ρωτάω:

– Πώς το σκέφθηκες αυτο;

– Να, λέει, τώρα που ερχόμουν προς τα δω…”

Βλέπετε, όλα τα κάνει η χάρις του Θεού.

Πολλές φορές παλιότερα, αλλά και τώρα, “πετάω” στο Άγιον Όρος πάνω απ’ τον Άθωνα και προσεύχομαι μαζί με τους αγιορείτες πατέρες. Αισθάνομαι πολύ την χάρι των ασκητών και τα θυμιάματα που ευωδιάζουν, καθώς ανεβαίνουν στον ουρανό. Σϋννεφα γύρω από τον Αθωνα τα μοσχολίβανα! Αυτά τα μέρη άλλοτε τα βάδιζαν άγιοι με μεγάλη αφοσίωση και προσευχή στον Θεό. Και οι πέτρες, και αυτές έχουν εμποτισθεί με την χάρι του Θεού, που προσείλκυαν οι άγιοι στον εαυτό τους. Αυτά τα πρόσωπα εκεί ήταν άγγελοι του Θεού σταλμένοι εδώ στη γη. Έζησαν ζωή αγγελική. Έζησαν με έρωτα προς τον Θεό, με αγάπη, με αφοσίωση.

Καθώς ξυπνάω τη νύχτα εδώ στο μοναστήρι, “βλέπω” το Άγιον Όρος να έχει πλημμυρίσει από την χάρι εξαιτίας των εωθινών προσευχών τών πατέρων. Μόλις χτυπάει το τάλαντο, τρέχουνε να ακούσουνε “Ἐξεγερθέντες τοῦ ὕπνου” κι αρχίζουνε με λαχτάρα, με αγάπη, με χαρά τις προσευχές. Τί να σας πω! Ανοίγει ο Παράδεισος. Έτσι τα αισθάνομαι με την χάρι του Θεού κα τα λέω. Αφήστε να τα λέω. Θέλω να τα λέω. Απ’ την αγάπη μου για σας το κάνω!

Ένα άλλο μυστικό τώρα θα σας πω. Τις νύχτες επικοινων/ω τηλεφωνικώς με έναν αγιορείτη ασκητή. Αυτός μελετάει πολύ τους Πατέρες και μου εξηγεί πολλά πράγματα. Συζητούμε πνευματικά ζητήματα. τρέλα, τί να σας πω!… Αυτό έγινε και σήμερα πρωί πρωί, δηλαδή, νύχτα στις τρεις. Οι καμπάνες χτυπούσαν εκείνη την ώρα που συνομιλούσαμε. Επί μισή ώρα κουβεντιάζαμε πάρα πολύ ωραία πράγματα. Ειλικρινα, μεγάλη χαρά αισθάνθηκα, μεγαλύτερη απ’ ότι μπορώ να σας εκφράσω. Δόξα Σοι ο Θεός! Ενώ λέγαμε αυτά τα πνευματικά, μου λέει:

– Χτυπάει η καμπάνα για την εκκλησία και τρέχω να προλάβω.

Του λέω:

– Γέροντα, μη μ’ αφήνεις!

– Μετά χαράς, μου λέει. Έλα να πάμε στην εκκλησία, να είμαστε μαζί, να βλέπουμε τα μεγαλεία του Θεού, την Θεία Λειτουργία, την χάρι του Χριστού. Έλα, δεν υπάρχει απόσταση ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. Καμία απόσταση!

Και “πήγα” μαζί του στην εκκλησία. Όλες τις ώρες μαζί του προσευχόμουνα. Έβλεπα όλες τις ιερές και άγιες εικόνες, τις λαμπάδες, τα κεράκια, τα καντηλάκια να τσιτσιρίζουν. Έβλεπα τους ιερείς να λειτουργούν μεταρσιωμένοι. Ήταν γεμάτη η εκκλησία από ασκητές κι όλοι είχαν μεγάλη χαρά μέσα τους και ψάλλανε: “Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστόςἡ Γέννησίς σου… ἡ Παρθένος σήμερον… Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε…” Στο “Μετά φόβου Θεοῦ” πήγε να μεταλάβει. Δίπλα του κι εγώ, με την χάρι τού Κυρίου μας, συγκινημένος. Συγχωράτε με, που τα λέγω. Έβλεπα όλους τους αδελφούς να δέονται. Αισθάνθηκα μεγάλη αγλλίαση. Ό,τι έβλεπαν εκείνοι, έβλεπα κι εγώ. Μα ήταν πνευματική πανδαισία αυτή η Λειτουργία με τους αγίους ασκητές, τις χαρούμενες ψυχούλες που τα αισθανόντουσαν όλα, που εζούσανε την εορτή των Χριστουγέννων! Την εζούσανε! Πως θα ήθελα να ήσασταν κι εσείς, να ακούγατε τα λόγια που λέγανε!

Η χαρά μου γίνεται πολύ μεγάλη, όταν ο άλλος μου βεβαιώνει ότι αυτό που “βλέπω” είναι πράγματι έτσι, γιατί καταλαβαίνω πως αυτή η γνώση δεν προέρχεται παρά μόνον ἐκ Θεοῦ. Να σας πω τι εννοώ. Σας ζητάω πολλές φορές να μου διαβάσετε μία παράγραφο, παραδείγματος χάριν, από κάποιον Πατέρα, και σας λέγω: “Κοιτάξτε στη σελίδα δέκα, στην παράγραφο δύο, στο μέσον της σελίδας και θα το βρείτε αυτό που σας είπα”. Ανοίγετε, πράγματι, στη συγκεκριμένη σελίδα, το βρίσκετε, μου το διαβάζζετε. Είναι γραμμένο ακριβώς όπως σας το έχω πει. Παραξενεύεσθε εσείς, γιατί μου έρχεται μεγάλη χαρά και λέω, “α, δεν το ήξερα, πρώτη φορά τ’ ακούω!”, ενώ σας το έχω πει πιο πριν απ’ έξω. Κι όμως, αλήθεια σας λέγω, δεν λέγω ψέματα. Όντως δεν το ήξερα, διότι ποτέ δεν το είχα διαβάσει πιο πριν. Τη στιγμή που σας είπα την παράγραφο, εκείνη τη στιγμή μού το εφανέρωσε μέσα μου η θεία χάρις, το Άγιον Πνεύμα. Εγώ, όμως, τ’ άκουσα για πρώτη φορά την ώρα που το διαβάσατε, γιατί ποτέ δεν το είχα διαβάσει και μου έκανε εντύπωση και χάρηκα, που επιβεβαιώσατε αυτό που μου εφανέρωσε η θεία χάρις.

Να σας πω κι ένα άλλο παράδειγμα.

“Κάποια μέρα, ο ηγούμενος τής Μεγίστης Λαύρας ομίλησε στην Αρχαιολογική Εταιρεία στις εφτά το απόγευμα. “Πήγα” με την προσευχή και τον “είδα”. Παρακολούθησα σχεδόν μισή ώρα. Η αίσθουσα ήταν γεμάτη κόσμο, που ήταν πολύ αφοσιωμένος και συγκινημένος. Και τί βλέπω! Τον ηγούμενος, που ο ιδρώτας είχε βγει έξω απ’ τα ράσα του. Ποτάμι τον ιδρώτα έχυνε αυτός άνθρωπος τη στιγμή αυτή που ομιλούσε! Πράγματι, όταν σας πήρα στο τηλέφωνο να μου πείτε πως πήγε η ομιλία, μου είπατε:

– Πολύ ωραία πράγματα, συγκινήθηκε όλος ο κόσμος. Τί να σας πούμε, όμως, ποτάμι πήγαινε ο ιδρώτας!”

Μυστήριο! Ὁ πανταχοῦ παρών, καὶ τὰ πάντα πληρῶν

“Μια άλλη φορά πηγαίναμε εκδρομή προς τη βόρειο Εύβοια τέσσερις-πέντε άνθρωποι. Το αυτοκίνητο κυλούσε μες στην πανέμορφη φύση. Φυτά, δέντρα, άνθη από αριστερά· δεξιά η απέραντη θάλασσα. Όλα ωραία, καθαρά, ολοφώτεινα. Κανείς δεν μιλούσε. Ξαφνικά ρώτησα τους συνοδούς μου:

– Τί βλέπετε έξω; Ό,τι βλέπετε, το “βλέπω” κι εγώ, ο τυφλός, αυτή τη στιγμή μέσω των δικών σας ματιών.

Άρχισα να τραγουδάω:

Τα μάτια σου είναι μάτια μου,
τα φρύδια σου δικά μου,
τα δυο σου χέρια είν’ κλειδιά,
π’ ανοίγουν την καρδιά μου
‘.”.

Αυτό το τραγούδι είναι κοσμικό, αλλά το παίρονουμε μεταφορικά. Καταλάβατε; Υπάρχουν κι άλλα μάτια, τα μάτια της ψυχής. Με τα μάτια τα σαρκικά μπορεί να βλέπεις περιορισμένα, ενώ με εκείνα της ψυχής μπορεί να βλέπεις και πίσω απ’ το φεγγάρι. Εσείς βλέπετε με τα μάτια του σώματος. Τα ίδια πράγματα βλέπω κι εγώ με την χάρι ακόμη πιο καλά, πιο καθαρά. Με τα μάτια τα σαρκικά βλέπεις τα πράγματα εξωτερικά. Με τα μάτια της ψυχής βλέπεις πιο βαθιά. Εσείς βλέπετε εξωτερικά, εγώ βλέπω πως είναι εσωτερικά. Βλέπω και διαβάω την ψυχή του άλλου.

Μοιραστείτε την εμπειρία σας