Ο Θεός, με τις ανεξερεύνητες βουλές Του, συνέδεσε τη σωτηρία τού Γέροντα και χιλιάδων πνευματικών του παιδιών με τις ασθένειές του και την ανάγκη θεραπείας τους. Με τον καιρό οι ασθένειές του πολλαπλασιάστηκαν και έγιναν το στάδιο των αρετών του. Μια μέρα, που τον βρήκα να πονά πάνω στο κρεβάτι του, τον λυπήθηκα και ακολούθησε ο εξής διάλογός μας:
– Πονάτε, Γέροντα;
– Πονώ πολύ.
– Πού πονάτε;
– Παντού.
– Τί έχετε, Γέροντα;
– Και τί δεν έχω! Έχω πολλές παθήσεις· ούτε κι εγώ δεν ξέρω τι έχω. Η ζωή μου κρέμεται από μια κλωστή.
Και την κλωστή αυτή την κράτησε ο Θεός, και δεν κόπηκε επί δεκαετίες, όχι τόσο για τον Γέροντα (εκείνος ήταν έτοιμος να φύγει), όσο για μας, που με την αμέλειά μας ήμασταν ανέτοιμοι και τον χρειαζόμασταν πολύ.
Τό ‘ξερε αυτό ο Γέροντας κι αγωνιζόταν να κρατηθεί στη ζωή με την προσευχή και την προσοχή του, που συνοδευόταν από τις άγρυπνες φροντίδες των αδελφών τού Μοναστηριού, καθώς και τις προσευχές εκατοντάδων πνευματικών του παιδιών. Κάποτε είπε:
“Πολλές φορές ξεκίνησα για τον ουρανό, αλλά οι προσευχές σας μ’ έφεραν πίσω”.
Αγώνας κραταιός, έγινε και στην εγχείρηση νεφρού και στο σοβαρό έμφραγμα μυοκαρδίου και στην αποτυχημένη εγχείρηση καταρράκτου, για να θυμηθώ μερικές από τις πολλές περιπέτειες τής υγείας του.
Στην τελευταία δοκιμασία με το μάτι, οι γιατροί τον είχαν ξεγράψει. Το στομάζι του αιμορραγούσε. Έμεινα επί πολλές ημέρες άσιτος, και το βασανισμένο σώμα του είχε μεταβληθεί σε σκελετό καλυμμένο με δέρμα, και για να μην κάνει κατακλίσεις, τον κρατούσαν όρθιο, σαν εσταυρωμένο, μέσα σε φρικτούς πόνους.
[Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στο Γέροντα Πορφύριο, Αθήναι 1995, σελ. 153π.]