Ναι, για όλους προσεύχομαι, και γι’ αυτούς που φεύγουν χωρίς να με δουν. Για όλους γενικά. Για μερικούς όμως και ονομαστικά.
– Δεν κουράζεσθε με τόσο κόσμο; Πώς αντέχετε;
– Τους αγαπώ. Θέλω όλους να τους βοηθήσω, αλλά δεν μπορώ και στενοχωρούμαι. Μιλάω συνέχεια όλη την ημέρα, ξηραίνεται η γλώσσα μου. Από τις 4, τις 5 το πρωί μιλάω. Να, σήμερα με πήρε τηλέφωνο στις 5 το πρωί ένα Ηγούμενος από το Άγιον Όρος, μετά ένας Δεσπότης από την Κρήτη.
Προχθές τα μεσάνυχτα με πήρε τηλέφωνο ένας πατέρας από ένα νησί στον Ειρηνικό Ωκεανό. Καταλαβαίνεις; Ενώ εγώ είμαι εδώ, ήμουν με το πνεύμα μου κι εκεί. Μου είπε για τα κορίτσια του. Τον συμβούλεψα για ένα του κορίτσι. Χάρηκε ο άνθρωπος. Του είπα να με ξαναπάρει.
Όταν κουραστώ, σκεπάζω το πρόσωπό μου και τους αφήνω μόνο να μου φιλούν το χέρι. Και έρχονται, ξέρεις, από μακριά, από την Αλεξάνδρεια προχθές, από το Κιάτο, απ’ όλα τα μέρη Ελλάδος κι άλλοτε από το εξωτερικό.
Άνθρωποι με σοβαρά προβλήματα. Τί να κάνω, προσπαθώ. Όμως δεν μπορώ να μιλώ πάντα. Στενοχωριούνται, φεύγουν λέγοντας λόγια.
Ο Γέροντας από τον «Παράκλητο» μού λέει να τους δέχομαι όλους. Να λέω λίγα στον καθένα ή τουλάχιστον να παίρνουν ευχή.
Ξέρεις, τον πολύ κόσμο δεν μπορεί κανείς να τον ικανοποιήσει. Έτσι, μπορεί μερικοί να με φωνάζουν σήμερα Άγιο και αύριο μπορεί να με γράψουν οι δημοσιογράφοι, ότι δεν ικανοποίησα τον κόσμο ότι είμαι λαοπλάνος.
[Αγάπιου Μοναχού, Η θεϊκή φλόγα που άναψε στην καρδιά μου ο Γέρων Πορφύριος, Αθήναι 2000, σελ. 72π.]