Η ψυχή του Χριστιανού πρέπει να είναι λεπτή, να είναι ευαίσθητη, να είναι αισθηματική, να πετάει, όλο να πετάει, να ζει μες στα όνειρα. Να πετάει μες στ’ άπειρο, μες στ’ άστρα, μες στα μεγαλεία του Θεού, μες στη σιωπή.
Όποιος θέλει να γίνει Χριστιανός, πρέπει πρώτα να γίνει ποιητής. Αυτό είναι! Πρέπει να πονάεις. Ν’ αγαπάεις και να πονάεις. Να πονάεις γι’ αυτόν που αγαπάεις. Η αγάπη κάνει κόπο για τον αγαπημένο. Όλη νύχτα τρέχει, αγρυπνεί, ματώνει τα πόδια, για να συναντηθεί με τον αγαπημένο. Κάνει θυσίες, δεν λογαριάζει τίποτα, ούτε απειλές ούτε δυσκολίες, εξαιτίας της αγάπης. Η αγάπη προς τον Χριστό είναι άλλο πράγμα, απείρως ανώτερο.
Κι όταν λέμε αγάπη, δεν είναι οι αρετές που θα αποκτήσουμε, αλλά η αγαπώσα καρδία προς τον Χριστό και τους άλλους. Το κάθετι εκεί να το στρέφουμε. Βλέπουμε μια μητέρα να έχει το παιδάκι της στην αγκαλιά, να το φυλάει και να λαχταράει η ψυχούλα της; Βλέπεουμε να λάμπει το πρόσωπό της, που κρατάει το αγγελούδι της; Όλα αυτά ο άνθρωπος του Θεού τα βλέπει, του κάνουν εντύπωση και με δίψα λέει:
– Να είχα κι εγώ αυτή τη λαχτάρα στον Θεό μου, στον Χριστό μου, στην Παναγίτσα μου, στους αγίους μας!
Νά, ετσι πρέπει να αγαπήσουμε τον Χριστό, τον Θεό. Το επιθυμείς, το θέλι και το αποκτάς με την χάρι του Θεού.
Εμείς, όμως, έχουμε φλόγα για τον Χριστό; Τρέχουμε, όταν είμαστε κατάκοποι, να ξεκουρασθούμε στην προσευχή, στον Αγαπημένο ή το κάνουμε αγγαρία και λέμε: “Ω, τώρα έχω να κάνω και προσευχή και κανόνα…;“. Τί λείπει κι νιώθουμε έτσι; Λείπει ο Θείος έρως. Δεν έχει αξία να γίνεται μία τέτοια προσευχή. Ίσως μάλιστα κάνει και κακό.
Αν στραπατσαρισθεί η ψυχή και γίνει ανάξια τής αγάπης του Χριστού, διακόπτει ο Χριστός τις σχέσεις, διότι ο Χριστός “χοντρές” ψυχές δεν θέλει κοντά Του. Η ψυχή πρέπει να συνέλεθι πάλι, για να γίνει άξια του Χριστού, να μετανοήσει “ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά”. Η μετάνοια ηα ληθινή θα φέρει τον αγιασμό. Όχι να λέεις, “πάνε τα χρόνια μου χαμένα, δεν είμαι άξιος” κ.λ.π., αλλά μπορείς να λέεις, “θυμάμαι κι εγ΄ωτις μέρες τις αργές, που δεν ζούσα κοντά στον Θεό…”. Και στη δική μου τη ζωή κάπου θα υπάρχουν άδειες μέρες. Ήμουν δώδεκα χρονών, που έφυγα για τον Άγιον Όρος. Δεν ήταν αυτά χρόνια; Μπορεί βέβαια να ήμουν μικρό παιδί, αλλά έζησα δώδεκα χρόνια μακράν του Θεού· τόσα πολλά χρόνια!…
Ακούστε τι λέει ο Ιγνάτιος Μπριαντσιανίκωφ στο βιβλίο του “Υιέ μου δος μοι σή καρδίαν”:
“Πᾶσα γάρ ἐργασία σωματική τε καί πνευματική, μή ἔχουσα πόνον ἤ κόπον, οὐδέποτε καρποφορεῖ τῷ ταύτην μετερχομένῳ, ὅτι βιαστή ἐστίν ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί “βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν”, βίαν εἰπὠν τήν τοῦ σώματος ἐν πᾶσιν ἐπίπονον ἄσκησιν“.
Όταν αγαπάεις τον Χριστό, κάνεις κόπο, αλλά ευλογημένο κόπο. Το προσφέρεις, αλλά με χαρά. Κάνεις μετάνοιες, προσεύχεσαι, διότι αυτά είναι πόθος, θείος πόθος. Και πόνος και πόθος και έρωτας και λαχτάρα και αγαλλίαση και χαρά και αγάπη. Οι μετάνοιες, η αγρυπνία, η νηστεία είναι κόπος, που γίνεται για τον Αγαπημένο. Κόπος, για να ζεις τον Χριστό. Αλλ’ αυτός ο κόπος δεν γίνεται αναγκαστικά, δεν αγανακτείς. Ό,τι κάνεις αγγαρία, δημιουργεί μεγάλο κακό και στο είναι σου και στην εργασία σου. Το σφίξιμο, το σπρώξιμο φέρνει αντίδραση.
Ο κόπος για τον Χριστό, ο πόθος ο αληθινός είναι Χριστού αγάπη, είναι θυσία, είναι ανάλυσις. Αυτό ένιωθε και ο Δαυίδ: “Ἐπιποθεῖ καί ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τάς αὐλάς τοῦ Κυρίου“. Ποθεί με λαχτάρα και λιώνει η ψυχή μου απ’ την αγάπη του Θεού. Αυτό τού Δαυίδ ταιριάζει με το στίχο του Βερίτη που μ’ αρέσει:
“Συντροφιά με τον Χριστό λαχτάρησα να ζήσω,
ως να φθάσει κι η στερνή στιγμή να ξεψυχήσω“
Χρειάζεται προσοχή και προσπάθεια, για να κατανοεί κανείς αυτά που μελετάει και να τα ενστερνίζεται. Αυτός είναι ο κόπος που θα κάνει ο άνθρωπος. Στην κατάνυξη, στη ζέση, στα δάκρυα θα μπει μετά χωρίς να κοπιάσει. Αυτά ακολουθούν, είναι δώρα Θεού. Ο έρωτας θέλει προσπάθεια; Με την κατανόηση τών τροπαρίων και κανόνων και των Γραφών έλκεσαι ευφραινόμενος, μπαίνεις μέσα στην αλήθεια ευφραινόμενος. “Ἔδωκας εὐφροσύνην εἰς τήν καρδίαν μου”, όπως λέγει ο Δαυίδ. Έτσι αυθόρμητα μπαίνεις στην κατάνυξη, αναίμακτα. Καταλάβατε;
Εγώ ο καημένος επιθυμώ ν’ ακούω τα λόγια τών Πατέρων, τών ασκητών, τα λόγια τής Παλαιάς και τής Καινής Διαθήκης. Σ’ αυτά θέω να εντρυφώ. Αυτά καλλιεργούν τον Θείο Έρωτα. Τα επιθυμώ και προσπαθώ, αλλά δεν μπορώ. Αρρώστησα και “τό μέν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δέ σάρξ ἀσθενής“. Δεν μπορώ να κάνω μετάνοιες. Τίποτα. Επιθυμώ, έχω ζηλο και έρωτα να είμαι στο Άγιον Όρος και να κάνω μετάνοιες, να προσεύχομαι, να λειτουργώ και να είμαι μ’ έναν ακόμη ασκητή. Είναι καλύτερο να είναι δύο. Το είπε ο ίδιος ο Χριστός: “Οὗ γάρ εἰσι δύο ἥ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὅνομα, ἐκεί ἐν μέσῳ αὐτῶν“.
[Βίος και Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σελ. 238]