Οι Γέροντές μου δε με βάζανε σε βαριές δουλιές. Πότιζα μόνο τον κήπο κι έκανα το εργόχειρο, δηλαδή τα ξυλόγλυπτα. Ούτε μου έκαναν διδασκαλίες. Τον πρώττο καιρό πήγαινα μαζί τους στις ακολουθίες. Τίποτ’ άλλο.
Μετά από μέρες με κάλεσε ο Γέροντας, μου έδωσε ένα κομποσχοίνι και μου είπε να λέω κάθε βράδυ την ευχή: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”. Τίποτ’ άλλο. Καμμία διδασκαλία, καμμία εξήγησση. Προτού μου δώσει το κομποσχοίνι, μου λέει:
– Πρόσεχε! Βάλε μετάνοια, φίλησέ μου το χέρι, φίλησε το σταυρό που έχει πάνω, για να σε ευλογήσω να σε βοηθήσει ο Θεός.
Κι από εκεί έμαθα να κάνω κομποσχοίνι.
Έξω απ’ το κελί μας, δηλαδή για εξωτερικές δουλειές, δεν με στέλνανε στην αρχή. Ό,τι έκανα από δουλειές, τις έκανα μες στο σπίτι. Πήγαινα μετά και στον κήπο. Έσκαβα, πότιζα, ξεχορτάριαζα, ό,τι μπορούσα. Έπειτα έπιανα το εργόχειρο. Μετά τις δουλειές, με βάζανε να διαβάσω Ψαλτήρι κι οι ίδιοι δουλεύανε. Ήμουν επιμελής και δεν ήθελα να τους στενοχωρώ σε τίποτα. Το μόνο που μ’ απασχολούσε ήταν πως θα υπηρετήσω, πως θα ευχαριστήσω τους Γέροντές μου σε όλα. Ό,τι ου λέγανε το έκανα. Το τηρούσα επακριβώς. Για να είμαι σίγουρος, ό,τι μου λέγανε, το ξανασκεπτόμουν και το μάθαινα σαν μάθημα. Το έβαζα στο μυαλό μου και το δούλευα. Παραδείγματος χάριν, το εργόχειρο μου ήταν τα ξυλόγλυπτα. Πρόσεχα πως το κάνανε οι Γέροντες και το βράδυ που έπεφτα να κοιμηθώ νοερώς έλεγα το “μάθημα’: παίρνομε το ξύλο, το κόβομε, το βάζομε στο νερό να μουσκέψει· μετά το βγάζομε έξω και το αφήνουμε να στεγνώσει· έπειτα το πελεκάμε· το ροκανίζομε με το ξυλοφάϊ· το σιάζομε με γυαλόχαρτο· παίρνομε τη ράσπα, το κάνομε έτσι, έτσι, έτσι… μετά το περνάμε με μία πέτρα θαλάσσης, που είναι κρυσταλλιζέ και κάνει το ξύλο να γυαλίζει – αδαμαντίνη τη λέγανε· μετά περνάμε το σχέδιο κ.λ.π. Όλο το εργόχειρο σκεπτόμουν με το μυαλό μου, για να μην ξεχάσω το παραμικρό και να το κάνω ακριβώς, όπως το ήθελαν. Φοβόμουνα μήπως κάνω κανένα λάθος και τους στενοχωρήσω. Γι’ αυτό ό,τι μου λέγανε, το μάθαινα απ’ έξω.
Μου εξηγούσαν και το γιατί έπρεπε να μάθω το εργόχειρο. Μου λέγανε:
– Κοίτα να μάθεις το εργόχειρο. Εδώ δεν μπορείς να μείνεις. Εδώ δεν είναι μοναστήρι, δηλαδή κοινόβιο, για να έχομε πολλά κηπευτικά, αμπέλια, σταφίδες, φρούτα. Πρέπει να εργασθείς, για να αγοράσεις το παξιμάδι.
Αυτά μου λέγανε και μου δείχνανε το εργόχειρο. Και για να μην τους στενοχωρήσω, τα μελετούσα και τη νύκτα, όπως σας είπα, μόλις έπεφτα για ύπνο. Έτσι το πρωί ήμουν έτοιμος για την εργασία. Ό,τι έκανα, το έκανα με χαρά. Είπα: “Θα γίνω μοναχός! Αυτό πρέπει να το μάθω, τι έννοια έχει.”. Είχα την περιέργεια να μαθαίνω το καθετί σ’ όλο το βάθος και το πλάτοσ. Ήθελα όλα να τα μαθαίνω. Όχι ότι σκεπτόμουν πως θα γίνω ιεροκήρυκας αργότερα και θα μου χρειασθούν να τα χρησιμοποιήσω αλλά από έρωτα στον Χριστό. Πήρα την ευλογία από τον Γέροντα να διαβάσω την Ακολουθία τής Κουράς και μέσα σε δεκαπέντε ημέρες τα είχα μάθει όλα απ’ έξω.
[Βίος και Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σελ. 58]