Έπειτα απ’ όλες αυτές τις περιπλανήσεις και τα πισωγυρίσματα, αφού πέρασε λίγος καιρός, πήρα θετική απόφαση να φύγω χωρίς γυρισμό. Αποφάσισα να μην ξαναβγώ από το καράβι. Ξεκίνησα πάλι από τον Πειραιά, χωρίς επιστροφή, για το Άγιον Όρος. Ήταν η τρίτη φορά που πήγαινα, η τελευταία μετά τις τόσες ταλαιπωρίες.
Όταν εφθάσαμε Θεσσαλονίκη, ήταν Σάββατο. Η Θεσσαλονίκη τότε ήταν εβραιοκρατούμενη. Οι άνθρωποι δεν δουλεύανε το Σάββατο. Ήταν πραγματική νέκρα, όλα κλειστά. Ούτε καράβια, ούτε ταξίδια.
Είχαμε φθάσει απ’ το βράδυ. Όλοι βγήκανε απ’ το καράβι να ψωνίσουν κάτι να φάνε. Εγώ δεν εβγήκα, φοβόμουνα τον πειρασμό. Φοβόμουνα μήπως κάτι μου συμβεί και δεν φθάσω στον προορισμό μου. Έδωσα, όμως, κι εγώ σε κάποιον δεκαπέντε λεπτά και μου έφερε ψωμί και σκουμπρί κι έφαγα. Όλοι περίμεναν ολόκληρη την ημέρα στο λιμάνι, αφού, όπως είπαμε, δεν δουλεύανε.
Το απόγευμα άρχισαν να έρχονται και να μπαίνουν στο καράβι καλόγηροι. Τους εκοίταζα με θαυμασμό. Πρώτη φορά έβλεπα μοναχούς με τα ράσα. Εγώ ήμουνα στη σκάλα. Εκεί που ήμουνα, τους έβλεπα όλους που περνούσαν.Σε μια στιγμή ανέβηκε ένας ψηλός γέρος, σεβάσμιος, με μακριά γενειάδα, φορτωμένος τα δισάκια του. Με πλησίασε. Κάθισε σε έναν πάγκο και μου είπε να καθίσω κι εγώ.
– Πού πάς, παιδί μου; μου λέγει.
– Πάω στο Άγιον Όρος, του απάντησα.
– Και τί πάεις να κάνεις εκεί;
Εγώ του έκρυψα την αλήθεια και του λέγω:
– Πάω να δουλέψω.
– Έλα στα Καυσοκαλύβια, μου λέει. Εκεί μένω με τον αδελφό μου σ’ ένα καλύβι στην έρημο. Έλα, παιδί μου, εκί, να δοξάζουμε τον Χριστό μας. Τί βιβλία διαβάζεις, παιδί μου; με ρώτησε.
Κι εγώ του απάντησα:
– Την επιστολή του Χριστού, την επιστολή της Παναγίας, τον βίο του Αγίου Ιωάννου τού Καλυβίτου. Δεν ξέρω πολλά γράμματα.
Εκείνος δεν είπε τίποτα για τα βιβλία, αν ήταν καλά ή όχι.
– Έλα μαζί μου, μου λέει, κι έχουμε δουλειά εκεί και θα σε πληρώνομε. Και… μπορεί να σε κάνομε και καλόγηρο!
Μόλις άκουσα αυτή τη λέξη, εμειδίασα λίγο, εχαμογέλασα. Μετά μου λέγει:
– Άκουσε, παιδί μου, μη στενοχωρηθείς γι’ αυτό που θα σου πω. Στο Άγιον Όρος δεν δέχονται μικρά παιδιά. Είσαι μικρούλης κι απαγορεύεται να σε αφήσουν να έλθεις.
Εσκυθρώπασε το πρόσωπό μου.
– Μη φοβάσαι, όμως, μου λέει, θα πούμε ένα μικρό ψέμα κι ο Θεός θα αμς το συγχωρήσει. Μπροστά στον Θεό δεν θα είναι ψέμα, θα είναι μία αλήθεια, διότι εσύ αγαπάεις τον Χριστό και θέλεις να πάεις στο Άγιον Όρος να λατρέψεις τον Χριστό. Λοιπόν, όποιος σε ρωτάει, “Τί τον έχεις τον Γέροντα;“, θα του λέεις, “Είναι θείος μου“. Κι έτσι θα λέω ότι είσαι ανηψιός μου, τής αδελφής το παιδί.
Ανέβηκαν στο καράβι κι άλλοι καλόγηροι πολλοί. Ήλθε βράδυ. Κάθισαν όλοι οικαλόγηροι κοντά κοντά κι ο καθένας έβγαλε το φαγητό του. Κοντά εκεί καθίσαμε κι εμείς. Μου έδωσε και ψωμί ο Γέροντας να φάω.
– Τί το έχεις το παιδί, άγιε Πνευματικέ; ρωτούσαν όλοι.
– Είναι της αδελφής μου παιδί, είναι ανεψάκι μου. Πέθανε η αδελφή μου κι επειδή είναι ορφανό, το πήρα μαζί μου.
[Βίος και Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σελ. 41]