
Ποτέ δεν είχα φαντασθεί ότι θα γύριζα στον κόσμο. Πατρίδα μου ήταν τα Καυσοκαλύβια. Είχα, βέβαια, παρακαλέσει τον Θεό να μου δώσει μία αρρώστια. Και μου έδωσε αρρώστια. Αλλά λέω: “Καλά, Θεέ μου, μού την έδωσες όχι και να με βγάλεις απ’ το Άγιον Όρος”. Αλλά μ’ έβγαλε. Απ’ την αρρώστια έφυγα. Με διώξανε δηλαδή. Άκουσε ο Θεός αλλ’ όχι και καλά το θέλημά μου. Μου έδωσε και κάτι άλλο που δεν ήθελα. Διότι εξαιτίας τής αρρώστιας μου έφυγα απ’ το Άγιον Όρος. Κι έτσι μετά από τόσα χρόνια γύριζα πάλι στο σπίτι μου!… Μες στο καράβι ατελείωτες οι ώρες. Όλα για μένα ήταν παράξενα. Παιδάκια, γυναίκες είχα χρόνια να δω.
Στο χωριό επήγα μέσω Χαλκίδος. Πέρασα τ’ Αλιβέρι. Έφθασα στον Άγιο Ιωάννη, το χωριό μου. Πρώτα επέρασα απ’ τα Περιβόλια. Βρίσκω κάποιον, συγκεκριμένα τον γαμπρό μου, τον Νικόλα, τον πατέρα τής Ελένης. Τον ρωτάω:
– Ποιοί άλλοι βρίσκονται εδώ;
– Ε, λέει, λίγο πιο κει είναι ο Λεωνίδας ο Μπαϊρακτάρης -ο πατέρας μου- και πιο κάτω άλλοι -είπε τα ονόματα.
Εγώ τώρα με χτυποκάρδι ξεκίνησα να συναντήσω τον πατέρα μου. Είχα πολλά χρόνια να τον δω. Όπως σας έχω πει, έλειπε χρόνια στην Αμερική. Όταν τον αντίκρισα, τον γνώρισα αμέσως. Εκείνος πού να με καταλάβει! Καλόγερος, τα μαλλιά, τα γένια ως κάτω. Ντρεπόμουνα κι όπως φορούσα το ζωστικό, τα είχα από μέσα κρύψει. Πετσί και κόκκαλα απ’ την αρρώστια!…
Τον καλημέρισα. Μου λέει:
-Ποιός είσαι; Κι από πού;
– Καλόγερος, του απαντάω. Εσύ έχεις οικογένεια, παιδιά; Πόσα παιδιά έχεις;
– Τέσσερα είχα, αλλά ο ένας γιος μου χάθηκε πριν από χρόνια. Τον χάσαμε. Δούλευε στον Πειραιά και χάθηκε.
– Στον Πειραιά; Πώς τον λέγανε;
– Βαγγέλη.
– Βαγγέλη; Ήταν φίλος μου παλιά.
– Πες μου, ξέρεις που βρίσκεται;
– Α, δυστυχώς πέθανε…
– Πέθανε;
Ράγισε η καρδιά τού πατέρα μου. Άρχισε να κλαίει. Τότε δεν άντεξα. Κι από σίδερο να ήμουνα, θα έλιωνα. Κλάματα κι εγώ. Χτύπαγε η καρδιά μου. Δεν άντεξα να τον βλέπω να σπαράζει η παρτική του καρδιά και του αποκαλύφθηκα:
– Εγώ είμαι, πατέρα! Ο Ευάγγελος.
Τί έγινε εκείνη τη στιγμή! Χαρά και κλάμα σμίξανε. Αγκαλιαστήκαμε και συγκινημένοι κινήσαμε για το σπίτι να βρούμε την μητέρα μου. Η μητέρα μου, όμως, ήταν σκληρή. Όταν με είδε, με μάλωσε πολύ. Το θεώρησε πολύ μεγάλη προσβολή να το παιδί της καλόγερος.
[Βίος και Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σελ. 99]