Εκεί που εργαζόμουνα, εκεί που έφτιαχνα τα ξυλόγλυπτα, είχα και την Αγία Γραφή. Την άνοιγα κι εδιάβαζα. Είχα το Ευαγγέλιο κι εδιαβαζα από την αρχή το κατα Ματθαίον:”Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, Υἱοῦ Δαυΐδ, Υἱοῦ…”. Το εδιάβαζα, εργαζόμουν και το έλεγα μέσα μου. Πολλές φορές τα έλεγα τα λόγια του Ευαγγελίου και τα θυμάμαι μάλιστα και τώρα. Με ενδιέφερε να έχω στο νου μου άγια λόγια. Δεν με κούραζε που τα έλεγα πολλές φορές. Αγαπούσα τα θεία λόγια, τα ένιωθα, εμβάθυνα. Δεν εχόρταινα να τα λέω όλη την ημέρα. Και κάθε μέρα να τα έλεγα, δεν κουραζόμουνα.
Είχα μεγάλη λαχτάρα κι όταν οι Γέροντές μου φεύγανε το πρωί κι ερχόντουσαν το βράδυ, εγώ, ελεύθερος πια, πήγαινα στο εκκλησάκι, στον Άγιο Γεώργιο, και δινόμουν στην προσευχή. Και πήγαινα εκεί. Ναι… Το τί γινόταν! Τόσο πολύ ευφραινόμουν, που δεν έτρωγα. Δεν μου άρεσε να αποσπασθώ. Καταλάβατε; Έλεγα την ευχή, έψαλλα, εδιάβαζα. Πήγαινα εκεί μόνος μου. Είχα πολύ καλή φωνή! Δεν σας λέω τώρα, για να επαινέσω τον εαυτό μου, αλλά έτσι το αισθανόμουν εγώ. Είχα πολύ καλή φωνή και, όπως τα έψαλλα, έμοιαζαν μοιρολόγια. Ήταν ερωτικά τραγούδια, ήταν για τον Χριστό, ό,τι θέλεις… Καταλαβατε; Πω, πω! Τί νεκρώσιμες ακολουθίες, τι, τι… Ό,τι θέλεις! Τέτοια εδιάβαζα. Ε, τι να σας κάνω… να! Τέτοια σας λέω. Κα΄τι που το έχω περάσει. Καταλάβατε;
Όταν επέρασε ο πρώτος καιρός και μεγάλωσα λίγο και δυνάμωσα, αρχίσανε και με στέλνανε οι Γέροντές μου κι έξω από το κελλί. Στο κελλί, στα Καυσοκαλύβια, δεν είχαμε χώμα και το φέρναμε από μακριά, κουβαλώντας το στον ώμο. Όταν επήγαινα να κουβαλήσω χώμα κάνοντας υπακοή και βάδιζα προς τη σπηλιά του Αγίου Νήφωνος, συνήθιζα να μην αφήνω το μυαλό μου ελεύθερο, αλλά να αποστηθίζω την Αγία Γραφή, το Ψαλτήρι, τους κανόνες. Αυτό το έκανα, για να έχω καθαριότητα νοός. Ούτε ποτέ φαντάσθηκα να χρησιμοποιήσω αυτή την αποστήθιση, όπως συνήθως κάνουν οι ιεροκύρηκες, για να τα πω στον κόσμο, να κάνω ομιλίες και κηρύγματα. Ποτέ δεν φαντάσθηκα ότι θα έβγαινα απ’ την έρημο. Ποτέ δεν μου ήλθε ένα τέτοιο πράγμα στο νου. Αισθανόμουν ότι εκεί θα έμενα κι εκεί θα απέθνησκα. Αλλ’ όμως, χωρίς να το καταλάβω, χωρίς να το θέλω, εβγήκα έξω από το Άγιον Όρος.
[Βίος και Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σελ. 60]