Μπαίνοντας μέσα στο δωμάτιο του Γέροντα βρήκα εκεί τον πατέρα τού κοριτσιού, του οποίου μόλις είχε γίνει η κηδεία. Τον αγκάλιασα, τον φίλησα κι αρχίσαμε να κλαίμε και οι δυο. Πετιέται τότε ο Γέροντας και μας λέει:
“Να βγείτε έξω και οι δύο. Δε σας αντέχω.”.
Βγήκαμε, πράγματι, έξω. Ύστερα από λίγο έστειλε ο Γέροντας και με φώναξαν. Πήγα και μου είπε:
– Με συγχωρείς, που σας είπα να βγείτε έξω, αλλά ξέρεις τι μου συνέβη σήμερα;
– Τί, Γέροντα;
Κι άρχισε να μου λέει κλαίγοντας:
– Την ώρα της κηδείας έβλεπα ένα φως δυνατό επάνω από την Εκκλησία. Σ’ όλη τη διάρκεια της κηδείας έβλεπα αυτό το φωτεινό άστρο. Και όταν μετέφεραν το φέρετρο προς τον τάφο, πάλι το έβλεπα. Όταν κατέβασαν το φέρετρο μέσα στον τάφο και τον γέμισαν με χώμα, τότε σταμάτησα να το βλέπω.
– Σταμάτησε, Γέροντα, σε παρακαλώ, γιατί κι εσύ θα πάθεις κάτι κι εγώ θα πάθω, από την υπερβολική συγκίνησή μας!
– Μετά από τόσα χρόνια και να σας βλέπω να κλαίτε, κύριε Παπαζάχο, αφηγούμενος αυτό το συγκλονιστικό πράγμα!
– Δεν μπορώ πράγματι, να συγκρατήσω τα δάκρυά μου!
[Κλ. Ιωαννίδη, Γεροντικό του 20ού αιώνος, Αθήνα 2002, σελ.78]
*******************************************************************************************************
Μου είπε κάποτε ο Γέροντας:
“Ο θάνατος δύναται να παρασταθεί ως εξής: Υπόθεσε πως βρισκόμαστε σε ένα δωμάτιο που ανοίγουμε την πόρτα και αμέσως βρισκόμαστε στο άλλο δωμάτιο. Έτσι και εμείς: Αν είμαστε εδώ με τον Χριστό, και εκεί θα βρεθούμε με Αυτόν!”.
[Α. Σ. Τζουβάρα, Αναμνήσεις από τον Γέροντα Πορφύριο, Αθήναι 2001, σελ. 120]