Μια μέρα ήλθαν στο μπακάλικο δύο γέροι. Μου ζήτησαν δύο σαρδέλες και μισή οκά κρασί. Αμέσως τους τα πήγα. Σε μια στιγμή ο ένας από τους δύο γέρους:
– Που να ιδείς το κρασί που ήπια στο Άγιον Όρος! Αυτό το κρασί πουθενά δεν το ήυρα.
– Πήγες στο Άγιον όρος; τον ρωτάει ο άλλος.
– Ναι, έφυγα μια φορά από την πατρίδα μου, απ’ τη Μυτιλήνη, απ’ την Καλλονή κι επήγα στο Άγιον Όρος. Κι επίναμε εκεί και κρασί μονοξυλιτικο. Τί κρασί ήταν αυτό!
Τον ξαναρωτάει ο άλλος:
-Πήγες να ασκητέψεις;
– Ναι, ήθελα να γίνω καλόγηρος, αλλά δεν μπόρεσα, δεν άντεξα. πόσο μετάνιωσα που δεν έμεινα εκεί!
Εγώ τ’ άκουγα με προσοχή, γιατί πριν από καιρό είχαν περάσει κάποιοι μοναχοί και μοιράζανε φυλλάδια. Ένα απ’ αυτά έγραφε για τη ζωή του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου, που την είχα διαβάσει συλλαβίζοντας, όταν έβοσκα τα πρόβατα στο χωριό μου, όπως σας είπα. Την είχα διαβάσει και πάλι στη σοφίτα με τη βοήθεια ενός κλεφτοφάναρου με δυσκολία, γιατί δεν ήξερα πολλά γράμματα. Τόσο μ’ ενθουσίασε η ζωή του Αγίου, που ήθελα να τον μιμηθώ· αλλ’ όμως για το Άγιον Όρος δεν ήξερα τίποτα.
Εν τω μεταξύ ο γέρος συνέχισε:
– Επήγα ν’ ασκητέψω κι έφυγα. Τί ωραία που ήταν εκεί! Είδα ασκητές, ερημίτες, αγίους ανθρώπους να προσπαθούν να αγαπήσουν τον Θεό, να αγωνίζονται μες στην έρημο με νηστείες, κακουχίες κα προσευχές. Τ’ άφησα, όμως, όλα αυτά κιο ήλθα στον κόσμο κι έμπλεξα με χίλια βάσανα. Τα θυμάμαι πάντοτε και λυπάμαι που δεν έμεινα εκεί πέρα, να μην πέσω εδώ στον κόσμο, να βασανισθώ τόσο πολύ με οικογένεια, με παιδιά και με τόσες φασαρίες, που με γονάτισαν οι στενοχώριες της ζωής. Και τα θυμάμαι…
Σε λίγο φύγανε οι γέροι, αλλά εμείνανε στο μυαλό μου εκεί. Μου ήλθε ένας ζήλος από εκείνη τη στιγμή να πάω κι εγώ εκεί που έλεγε αυτός. Μου κόλλησε στο νου ότι θα μπορούσα να πραγματοποιήσω το όνειρό μου, να μιμηθώ τον Άγιο Ιωάννη τον Καλυβίτη. Μου έγινε πόθος διακαής.
Μετά δύο ημέρες ξαναήλθε ο γέρος· ήταν γείτονας. Τον πλησιάζω και κρυφά απ’ όλους τον ρωτάω:
– Πες μου, κυρ Αντώνη, είναι καλά εκεί πάνω στο Άγιον Όρος;
– Ε, τ’ άκουσες την άλλη φορά, δεν μπορώ να σου πω τίποτα τώρα.
Και δεν μου είπε τίποτα. Έφυγε. Εγώ, όμως, στο μεταξύ δεν μπορούσα να σκεφθέ τίποτε άλλο. Το έβαλα βαθιά μέσα μου να γίνω ερημίτης. Αλλά πως; Δεν ήξερα πως πηγαίνουν στο Άγιον Όρος. Χρήματα δεν είχα. Ούτε ήξερα τι να πω στο αφεντικό.
Ξαναήλθε ο κυρ Αντώνης στο μπακάλικο. Κρυφά πάλι τον ρώτησα για το Άγιον Όρος και τότε μου τα είπε όλα.
Αλλά πως, όμως, θα έφευγα; Τί να έλεγα;