Ένα ανοιξιάτικο απόγευμα βρίσκουμε τον π. Πορφύριο να φροντίζει τις φράουλες ξαπλωμένος σχεδόν στη γη. Διαλέγει φράουλες και μας προσφέρει να γευτούμε τους καρπούς της γης. Και εκεί κουβεντιάζουμε.
Χωρίς πολλές συμβουλές και ηθικολογίες τέμνει βαθιά στην ψυχή και ρίχνει το βάλσαμο τής χάρης τού Θεού. Ακτινοβολεί τέτοιες ώρες και λάμπει και χαίρεται σαν παιδί.
Μας μιλάει ασταμάτητα για την ευχή. Για την νοερά προσευχή. Άλλοτε μας λέει και μας εξηγεί τη σημασία της ευλογίας από τον ιερέα για το χειροφίλημα. “Το χέρι του ιερέα!“, λέει με θαυμασμό και έκσταση. “Τί σπουδαίο πράγμα, ε; Τί μυστήριο!“. Μιλάει απλά και ταπεινά, τονίζοντας κι επαναλαμβάνοντας πως ξέρει πολύ λίγα γράμματα: “Δημοτικού!”.
[Κλ. Ιωαννίδη, Ο Γέρων Πορφύριος, Αθήναι 1993, σελ. 237]