Γέροντα, σας παρακαλώ, θέλω κάτι να μου πείτε, ό,τι εσείς νομίζετε, είπε ο επισκέπτης μοναχός.
Τότε εκείνος τον ρώτησε:
– Τώρα που θα φύγεις από εδώ, που θα πας;
– Ο γέροντάς μου, μου είπε να επισκεφτώ τους δικούς μου που είναι στην Εύβοια.
– Ποιους δικούς σου;
– Τους γονείς μου, τους συγγενείς μου κατά σάρκα.
Άρχισε τότε να με ρωτά για τους συγγενείς μου.
– Ο τάδε συγγενής σου ξέρεις τί πρόβλημα έχει;
– Εγώ, Γέροντα, δεν ξέρω τι μου γίνεται! Που να ξέρω τί προβλημάτα έχει ο τάδε συγγενής;
– Εγώ, όμως, με τη βοήθεια της Χάρις τού Θεού τα γνωρίζω. Έχει αυτό…, αυτό… κι αυτό… και μάλιστα, το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι έχει τέτοιο λογισμό.
Κι έκανε μια κίνηση με το χέρι, όπως όταν λέμε ότι θα κάνουμε βοθτιά. Μου εξήγησε ότι είχε κάποιους λογισμούς αυτοκτονίας. Τον ρώτησα:
– Τώρα, που θα πάω, να του τα πω αυτά που μου είπατε;
– Ε, γι’ αυτό σου τα είπα, για να του τα πεις και να μπει στην Εκκλησία, για να του φύγουν όλα και να σωθεί! Και αν μην καθίσεις πολύ εκεί στους δικούς σου, αλλά να τους πεις πως εσύ μέσα στην προσευχή σου τους βλέπεις συνεχώς· κι αν αυτοί επιθυμούν και σε θέλους κοντά τους, να κάνουν κι αυτοί προσευχή, για να είστε μαζί ενωμένοι με την προσευχή.
Έφυγα από τον Γέροντα Πορφύριο και πήγα στους δικούς μου και είπα σ’ εκείνον τον συγγενή μου όσα μου αποκάλυψε ο Γέροντας γι’ αυτόν. Ξαφνιάστηκε. Μετά από λίγες μέρες επισκέφθηκε τον Γέροντα. Του είπε:
– Γέροντα, είμαι ο τάδε που είπατε στον π. Χριστόδουλο αυτό… κι αυτό…
– Εγώ του τα είπα αυτά; ρώτησε με απορία ο Γέροντας.
– Ναι, του είπε ο…
– Ε, παιδάκι μου, εγώ δεν θυμάμαι να είπα αυτά τα πράγματα.
Κι ο Γέροντας είχε απόλυτο δίκιο, γιατί μέσα του ενεργούσε ο Χριστός και εκείνος απλώς μιλούσε.
Από τότε ο… άρχισε να πηγαίνει στην εκκλησία, αποφάσισε να εξομολογηθεί κα με την βοήθεια τού Γέροντα τού έφυγαν όλα τα προβλήματα που είχε.
[Ιερομονάχου Χριστοδούλου Αγιορείτου, Σκεύος Εκλογής, Άγιον Όρος 1996, σελ. 349π.]